Περιλήψεις

Ανδριανοπούλου Παναγιώτα  

Από τους δρόμους της Νάουσας στην σκηνή: όρια και όροι ανα-παράστασης ζωντανών  πολιτισμικών πρακτικών. 

Τελετουργικά δρώμενα και έθιμα, με έντονα στοιχεία λαϊκής θεατρικότητας, επιτελούνται σε  διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου σε δοξασιολογικά φορτισμένες περιόδους του χρόνου,  όπως το Δωδεκαήμερο και οι Απόκριες. Αυτά τα ίδια δρώμενα και έθιμα τα τελευταία  τουλάχιστον 50 χρόνια έχουν αποκτήσει προστιθέμενη παραστατική αξία: αφενός μεν  εντάσσονται σε σκηνοθετημένου θεματολογικού χαρακτήρα παραστάσεις παραδοσιακού χορού,  αφετέρου δε προσελκύουν λαογραφικό τουρισμό, λόγω και της ευκολότερης κατά την τελευταία εικοσιπενταετία πρόσβασης στους τόπους επιτέλεσης. Η σκηνοθετική οικονομία της  αναπαράστασης μεταφέρει επί σκηνής συγκεκριμένα επεισόδια/αποσπάσματα εθιμικών και  δρωμενικών επιτελέσεων, οι επί σκηνής δρώντες υποδύονται με άλλους όρους από αυτούς των  μελών μιας ευρύτερης κοινότητας κληρονομιάς. Παρόμοια αποσπασματική είναι συχνά η  πρόσληψη του εθίμου από όσους εκδράμουν στους τόπους επιτέλεσης σε άγρα λαογραφικών  εμπειριών. Επιπλέον, από το 2003 με τη Σύμβαση της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Άυλης  Πολιτιστικής Κληρονομιάς οι τέχνες του θεάματος πλέον αφορούν –σε συγκεκριμένα πολιτισμικά  περιβάλλοντα όπως αυτό της ΝΑ Ασίας- και σε ζωντανά πολιτισμικά φαινόμενα και όχι μόνο στη  σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, γεγονός που γενικευτικά θα συνέτεινε σε περαιτέρω  παραστατικοποίηση των λαϊκών τελετουργικών δρωμένων.  

Στην παρούσα ανακοίνωση θα συζητηθεί εάν και κατά πόσον η επιτελεστική δομο-μορφολογία  και τo habitus της κοινότητας επηρεάζεται από την ανα-παράσταση του εθίμου σε άλλα  περιβάλλοντα εκτός των χωροχρονικών και πολιτισμικών συμφραζομένων, έχοντας ως  περίπτωση μελέτης το έθιμο των Γενίτσαρων και της Μπούλας, ενός από τα δημοφιλέστερα και  πλέον ταξιδεμένα και παρουσιασμένα σε παραστατικές περιστάσεις τελετουργικού εθίμου,  εγγεγραμμένου από το 2020 και στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.  


Απατσίδης Θεμιστοκλής, Διρχαλίδου Πέπη  

Προσφυγικοί σύλλογοι και προσφυγική μνήμη στην Πτολεμαΐδα. 

Η εισήγηση πραγματεύεται το ζήτημα της συγκρότησης της ταυτότητας και της συλλογικής  μνήμης των προσφύγων από τη Μικρασία, τη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο, οι οποίοι  εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης. Μέσω συνεντεύξεων ατόμων  με συμμετοχή σε διοικήσεις προσφυγικών συλλόγων και ομοσπονδιών, εξετάζεται η ίδρυση των  προσφυγικών σχηματισμών της Πτολεμαΐδας, η συμβολή τους στη διαμόρφωση της προσφυγικής  ταυτότητας καθώς και οι μηχανισμοί ανάκλησης, ερμηνείας και αναπαραγωγής του συμβολικού  τους κόσμου.  

Αποτυπώνεται η σκοπιμότητα της δημιουργίας συλλόγων, από την πρώτη μέχρι και την τρίτη  προσφυγική γενιά, οι προτεραιότητες της λειτουργίας τους και η τελική αποτίμηση της  διαχρονικής δράσης τους. Παράλληλα, επισημαίνεται η αδυναμία αποδοχής και διαμόρφωσης κουλτούρας αξιολόγησης των προσφυγικών συλλόγων ως φορέων αξιών, η έλλειψη αμφίδρομης  επικοινωνίας με τα μέλη τους και ευρύτερες ομάδες κοινού και ο μονόπλευρος προσανατολισμός  τους στο κλασικό παρελθόν, το οποίο προσεγγίζουν σύμφωνα με το ρομαντικό ερμηνευτικό  σχήμα ως ζωντανό παρόν αναζητώντας τη χαμένη αυθεντικότητά του.  

Βιώνοντας συνθήκες βίαιης απολιγνιτοποίησης και οικονομικής αναδιάρθρωσης και στο πλαίσιο  της αντίληψης για βιώσιμη ανάπτυξη, ο Δήμος Εορδαίας, εστιάζει τις προσπάθειες του σε  εναλλακτικούς αναπτυξιακούς τομείς. Μεταξύ αυτών σχεδιάζει και υλοποιεί την εφαρμογή  καινοτόμων τρόπων τεκμηρίωσης, ερμηνείας και ανάδειξης της πολιτισμικής κληρονομιάς με την  αξιοποίηση εργαλείων της ανθρωπολογίας. 

Λέξεις- κλειδιά: πολιτισμική μνήμη, προσφυγική ταυτότητα, μνημονικοί τόποι. 


Βαζάκα Αθανασία, Βασιλάκη Αικατερίνη 

Νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και διαχειριστικές πρακτικές. Η  περίπτωση της Πασχάλειου Σχολής στο Καπέσοβο Ζαγορίου.  

Το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εθνικό, ευρωπαϊκό και  διεθνές επίπεδο, περιλαμβάνει πλήθος νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες άπτονται κυρίως του  διοικητικού δικαίου. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης δεν είναι η απλή παράθεσή των  πολυάριθμων νομοθετικών κανόνων, αλλά η συνοπτική παρουσίαση και ουσιαστική αναφορά  στο περιεχόμενο και το νόημα των νομοθετικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί και ισχύουν σε  συνδυασμό με τη νομολογιακή αντιμετώπισή τους. Το ζήτημα είναι εξόχως σοβαρό, καθώς η  πληθώρα των ισχυουσών διατάξεων με την ιδιαίτερη νομική διατύπωση, απωθεί τον μέσο  ενδιαφερόμενο πολίτη και κατ’ επέκταση τις κοινότητες φορέων/ κοινότητες κληρονομιάς, με  αποτέλεσμα να δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, γεγονός που αντανακλάται σε ζητήματα  πολιτιστικής διαχείρισης και εφαρμογών της κείμενης νομοθεσίας ως αδυναμία υποστήριξης  δικαίων και θέσεων. Ο νόμος αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για κάθε ενδιαφερόμενο, καθώς είναι  το πιο άμεσο διαχρονικό ρυθμιστικό μέσο κάθε έκφανσης της κοινωνικής μας δράσης και  αναφοράς, όπως ‘’εικονίζονται’’ κυρίως στο πολιτιστικό περιβάλλον. Ο όρος πολιτιστικό  περιβάλλον, όπως καθορίζεται από την ελληνική νομολογία, είναι ευρύτατος καθώς  περιλαμβάνει “κάθε στοιχείο που προέρχεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οποίο  συνθέτει την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας”.  Είναι, επομένως, φανερή η αναγκαιότητα διεπιστημονικής προσέγγισης με τη συμμετοχή  επιστημόνων από τα πεδία της Νομικής, της Λαογραφίας και της Ανθρωπολογίας τόσο στη χάραξη  πολιτικών διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς όσο και στην εφαρμογή τους. Καταλήγοντας,  θα αναφερθούμε συνοπτικά στην περίπτωση της αρχικής εμπειρίας του πολιτιστικού συλλόγου  «Αλέξης Νούτσος» από την διαχειριστική πρακτική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσον αφορά την  Πασχάλειο Σχολή στο Καπέσοβο Ζαγορίου. 

Λέξεις κλειδιά: νομοθεσία – νομολογία, πολιτιστική διαχείριση, ρυθμιστικό μέσο, διαχειριστικές  πρακτικές, νομολογιακή αντιμετώπιση. 


Βλαχοστέργιου Ευαγγελία, Πανταζή Χάιδω 

ΡΑΨΑΝΗ : Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ. 

Τα μέλη της κοινότητας από τη δεκαετία του 1980, άρχισαν να έχουν ενεργή συμμετοχή στο  πολιτιστικό γίγνεσθαι του χωριού, έχοντας πλήρη συνείδηση της ταυτότητάς τους, άρρηκτα  δεμένης με την αμπελοκαλλιέργεια και το τοπικό προϊόν, το κρασί, στοιχεία απόλυτα ταυτισμένα  στη συλλογική μνήμη με την ιστορία χωριού. Το κρασί, απαραίτητο για την επιβίωσή τους, έπαιζε  και παίζει σημαντικότατο ρόλο στην καθημερινότητά τους, με την εμπειρία και τη συσσωρευμένη  γνώση να περνάει από γενιά σε γενιά.

Πλήρης η επίγνωση της σημασίας της αμπελοκαλλιέργειας, με μια συγκυρία γεγονότων να  παίζουν καθοριστικό ρόλο, όπως: η δυναμική παρουσία Πολιτιστικών Συλλόγων, της Δημοτικής  Βιβλιοθήκης, η επιτόπια έρευνα του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και  φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, εκπόνηση διδακτορικής μελέτης, ίδρυση Μουσείου  Οίνου και Αμπέλου, δημοσιεύσεις, ημερίδες, συνέδρια. 

Επιπλέον, τα μέλη της κοινότητας, μη γνωρίζοντας την έννοια της οικολογίας, έχοντας όμως  οικολογική συνείδηση, απέτρεψαν τη ληστρική εκμετάλλευση του ιερού δάσους των Αγίων  Θεοδώρων, με την απαγόρευση της ξύλευσης, κάτω από την απειλή της υπερφυσικής τιμωρίας.  Οι παραπάνω διαπιστώσεις προέκυψαν από τη σύνταξη των φακέλων για να εγγραφούν στο  Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς δύο στοιχεία, η Αμπελοοινική Παράδοση  της Ραψάνης και το ιερό Δάσος των Αγίων Θεοδώρων, που είναι πλέον εγγεγραμμένα. 

Θετική η έκβαση, συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν ιστορικά στοιχεία, παραδόσεις,  συμπεριφορές, δημοσιεύματα, δράσεις, που δείχνουν τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς – ρήξεις και τομές – σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμη ως όρος η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά  και η θεώρηση του τόπου ως πολιτιστικό αγαθό. 

Εγείρονται όμως ερωτήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον: Γιατί Άυλη ΠΚ; Μήπως ο  ρόλος των φορέων της ΑΠΚ χρειάζεται ενίσχυση από θεωρία και εργαλεία σε διεπιστημονική  βάση, ώστε να αντιμετωπίσει πρακτικές της κεντρικής εξουσίας; Η ΑΠΚ είναι πολιτιστικό προϊόν  προς «πώληση»; είναι αναπτυξιακός πόρος; κρύβει κινδύνους και ποιους; 


Γιαννέλης Γιώργος-Ραφαήλ –Λυρατζάκη Ειρήνη 

Η αγροδιατροφική κληρονομιά της Λήμνου ως μοχλός επιβίωσης/απάντηση σε ένα περιβάλλον  με οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις.  

Οι τοπικές ποικιλίες (σιτηρά, όσπρια, λαχανικά) και η παραδοσιακή γνώση που μετουσιώνεται  στην παραγωγή μοναδικών αγροδιατροφικών προϊόντων (μελίπαστο, προϊόντα της αμπέλου),  αποτελούν ταυτόχρονα στοιχεία συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας αλλά  και όχημα που θα βοηθήσει τη Λήμνο και τους κατοίκους της να αποκτήσουν ένα συγκριτικό  πλεονέκτημα που θα τους εξασφαλίσει την επιβίωση μέσα σε ένα γεμάτο προκλήσεις σύγχρονο  οικονομικό περιβάλλον, σε μια περίοδο έντονων περιβαλλοντικών πιέσεων, αλλαγών και  προσαρμογών. 

Η προβολή των τοπικών αυτών προϊόντων και της κοινότητας που τα παράγει και τα καταναλώνει  αποτελεί το κλειδί για την εδραίωση της Λήμνου ως προορισμό με μακρά γαστρονομική  παράδοση και αγροδιατροφική ταυτότητα που συνεχώς αναδιαμορφώνεται στο κοινωνικό και  οικονομικό γίγνεσθαι. Οι επισκέπτες καλούνται να βιώσουν την μοναδική αυτή εμπειρία: ένα  τοπίο στο οποίο εγγράφεται όλη σχεδόν η αγροδιατροφή των Λημνιών, συμπυκνωμένη σε ένα  μοναδικό πιάτο που για τα μέλη της κοινότητας συμπυκνώνει το νόημα της περηφάνειας και του  μόχθου. 


Γκαρτζονίκα Ελευθερία 

Πανηγύρια και Κατάλογοι Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η εμπειρία του Συρράκου. Ο όρος «Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά» (ΑΠΚ), έχει γίνει ευρέως γνωστός τα τελευταία χρόνια,  μετά και την επικύρωση από την Ελλάδα της αντίστοιχης Σύμβασης της UNESCO (2003). Αν και με  τα περιεχόμενα, τόσο του όρου ΑΠΚ, όσο και της Σύμβασης γενικότερα, οι τοπικές κοινότητες δεν  είναι εξοικειωμένες, μεγάλος αριθμός φορέων, ομάδων και ατόμων που εμπλέκονται με ότι ήταν  γνωστά παλαιότερα ως λαϊκός πολιτισμός, ήθη και έθιμα, προφορική παράδοση, λαϊκή  τεχνογνωσία, κ.ά. σπεύδει να εντάξει στοιχεία στους διαφόρους Καταλόγους που προβλέπονται  από τη Σύμβαση, όπως είναι το Εθνικό Ευρετήριο και οι Παγκόσμιοι Κατάλογοι. Στην παρούσα  ανακοίνωση καταγράφω, αναστοχαστικά και κριτικά, την εμπειρία που αποκόμισα από την  ενασχόλησή μου με την ένταξη του Πανηγυριού του Συρράκου, αρχικά στο Εθνικό Ευρετήριο ΑΠΚ  της Ελλάδας (2016) και μετέπειτα στον Παγκόσμιο Κατάλογο ΑΠΚ της UNESCO (2022). Η  «κουλτούρα αξιολόγησης» των πολιτισμικών εκφράσεων και πρακτικών που επικρατεί για την  εγγραφή ενός στοιχείου στους Καταλόγους, προσδίδει μια σφραγίδα εγκυρότητας, ενώ  εμπεριέχει και την έννοια της διάκρισης και της κατάταξης για τους Παγκόσμιους Καταλόγους,  στοιχεία που οι τοπικές κοινότητες, οι φορείς και τα άτομα που εμπλέκονται με τη συγκρότηση  των Φακέλων ένταξης στους Καταλόγους, προσλαμβάνουν και αξιοποιούν με τους δικούς τους  όρους.


Δασούλας Θεοφάνης 

ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ» ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.  Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΣΟΒΟΥ.  

 Η ανάδειξη όψεων του παραδοσιακού πολιτισμού προβάλλεται συχνά από τις τοπικές  κοινωνίες ως τρόπος διατήρησης της «αυθεντικότητας» και τη «ταυτότητας». Ωστόσο τα  τελευταία χρόνια σε πολλές κοινότητες της Ελλάδας η επίκληση της πολιτιστικής κληρονομιάς εμπεριέχει συχνά και ένα στοιχείο «προστιθέμενης αξίας». Ενστερνιζόμενες μία «κουλτούρα  αξιολόγησης» προβάλουν εκφάνσεις του παραδοσιακού τους πολιτισμού ως κληρονομιά που  συμβάλει στην οικονομική τους ανάπτυξη. Η νέα ερμηνεία, έχοντας ως αφετηρία πολιτικές που  εκπορεύονται από διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς, προβληματίζει ανθρωπολόγους και  λαογράφους θέτοντάς τους ζητήματα ερευνητικού και θεωρητικού προσανατολισμού. Η  κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών που καθόρισαν παλιότερες και νεότερες  νοηματοδοτήσεις της παράδοσης στις κοινωνίες της Ελλάδας, κατά την μετάβασή τους στην  νεωτερική και μεταβιομηχανική εποχή, κατέχει πάντα σημαντική θέση στις μελέτες τους. Η  ανωτέρω προβληματική καθόρισε το αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης. Ως περίπτωση  μελέτης επιλέχτηκε το Μέτσοβο. Είναι μία από τις κοινότητες της Ελλάδας όπου η αλληλεπίδραση  μεταξύ οικονομίας και «παράδοσης» έχει συντελεστεί πολύ πριν τον πρόσφατο διάλογο. Κατά τη  δημόσια αντίληψη αυτή η σχέση οφείλεται στο γεγονός ότι η τοπική κοινωνία «συνομίλησε»  έντονα με εκφάνσεις του πολιτισμού που κληρονόμησε από το δικό της παρελθόν.  Παρουσιάζοντας όψεις αυτής της «συνομιλίας», στην ιστορική αλλά και τη συγχρονική της  διάσταση, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις συγκλίσεις ή τις διαστάσεις μεταξύ της  δημόσιας αντίληψης και της πραγματικότητας. Με διαπιστωμένη την απουσία λαογραφικού  λόγου για την εν λόγω περιοχή ελπίζω τα στοιχεία που θα αναδειχθούν να θέσουν τις βάσεις για  μία περαιτέρω εθνογραφική αξιολόγηση της. 


Δάφλος Ιωάννης, Κούρου Αικατερίνη 

«Παράδοση», «πολιτιστική κληρονομιά» και «φολκλορισμός» στην Ελλάδα του 21ου αιώνα:  Το παράδειγμα του δρωμένου των Αράπηδων (Χαράπηδων) της Δράμας σε δύο διαφορετικά  πλαίσια  

Γενάρης 2018 – Δράμα. 

Μια επαγγελματίας φωτογράφος από τα Γιάννενα επισκέπτεται την Δράμα στο αποκορύφωμα  του Δωδεκαημέρου και συμμετέχει ως παρατηρήτρια στην επιτέλεση του εθίμου των Αράπηδων  του Μοναστηρακίου, του Βώλακα, του Παγονερίου και του Μπάμπιντεν στην Πετρούσσα.  Ιούνης 2024 – Ιωάννινα  

Ένας φοιτητής Λαογραφίας και Ανθρωπολογίας πηγαίνει σε μια συναυλία προκειμένου να  ακούσει τον Παντελή Θαλασσινό. Συνειδητοποιεί ότι η εκδήλωση είναι μια μουσικοχορευτική  παράσταση ενός πολιτιστικού συλλόγου βλάχικου χωριού των Ιωαννίνων. Ο σύλλογος  παρουσιάζει την δουλειά των χορευτικών του τμημάτων με «παραδοσιακούς» χορούς από όλη  την Ελλάδα και ενδιάμεσα τραγούδια από τον Παντελή Θαλασσινό. Όταν η παράσταση φτάνει  στην ενότητα «Δράμα-Σέρρες» μέσα από ένα τεχνητό σύννεφο καπνού εμφανίζεται ένας άντρας  ντυμένος με την φορεσιά των Αράπηδων κραδαίνοντας ένα ξύλινο σπαθί στο χέρι.  

Στον μεταμοντέρνο, εν πολλοίς παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας οι όροι «παράδοση»,  «πολιτιστική κληρονομιά» και «φολκλορισμός» τείνουν να χρησιμοποιούνται πολλές φορές  άκριτα και καταχρηστικά προκειμένου κάθε φορά να εξυπηρετήσουν τις βλέψεις του ατόμου ή  των φορέων που τα εκφράζουν. Με αφορμή τις εθνογραφικές παρατηρήσεις από τα δύο  διαφορετικά πεδία επιτέλεσης του δρωμένου των Αράπηδων οι εισηγητές της ανακοίνωσης θα  μοιραστούν τεκμηριωμένους προβληματισμούς πάνω σε αυτούς τους όρους. Τι μπορεί να οριστεί  ως «παραδοσιακό» σήμερα; Γιατί αρκετές τοπικές κοινότητες αγωνιούν να εγγράψουν τα έθιμά  τους σε γραφειοκρατικούς καταλόγους που θα τα επικυρώνουν ως «αυθεντικά»; Γιατί ο  «φολκλορισμός» τείνει να συγχέεται με την «παράδοση»; Μήπως οι αφηρημένες, μη  λειτουργικές αναφορές στην «παράδοση» και την «πολιτιστική κληρονομιά» συμβάλλουν στη  δημιουργία μη-τόπων και εξωτικών οντοτήτων; 


Δημόπουλος Γιώργος, Παππάς Δημήτρης, Πυρπύλη Ευταξια, Σταθοκώστα Μαρία

Εννοιολογήσεις και αναδιαπραγματεύσεις του «παρελθόντος» και της «παράδοσης».

Το 2013 είναι η χρονιά που πραγματοποιείται η πρώτη επίσημη καταχώρηση στο ελληνικό ευρετήριο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Στα έντεκα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, το ευρετήριο εμπλουτίζεται συνεχώς με τοπικές παραδόσεις προφορικού λόγου, τελετουργίες, τεχνικές και μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, δηλαδή ήθη και έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Έχοντας ως αφετηρία συνομιλίες με ανθρώπους που έχουν εμπλακεί στην υποβολή φακέλων αναγνώρισης εκφράσεων της ελληνικής άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και

αντλώντας παραδείγματα από καταχωρήσεις σε ευρετήρια άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς άλλων χωρών, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε πόσο καθοριστική μπορεί να είναι η συμβολή της κοινωνικής ανθρωπολογίας στην κατανόηση του «παρελθόντος», της «παράδοσης» και του περιεχομένου των προτάσεων ένταξης στο ευρετήριο.


Διρχαλίδου Πέπη, Απατσίδης Θεμιστοκλής 

Το λαϊκό δρώμενο Μωμοέρια στον Δήμο Εορδαίας. 

Στην ανιμιστική αντίληψη των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών η γονιμότητα της γης και η  ευετηρία εξασφαλιζόταν με επικλήσεις και τελετουργίες εξευμενισμού των πνευματικών  δυνάμεων, οι οποίες καθόριζαν τον κύκλο της ζωής. Αυτές οι πανάρχαιες, λαϊκές, λατρευτικές  τελετές, μετεξελίχθηκαν στην εκτύλιξη των αιώνων σε λαϊκά δρώμενα ψυχαγωγικής εκτόνωσης  και κοινωνικού εξαγνισμού. Μεταξύ αυτών και το σατιρικό δρώμενο Μωμοέρια που  μεταφέρθηκε από πρόσφυγες του Εύξεινου Πόντου και αναβιώνει σε κάποια χωριά της Βόρειας  Ελλάδας, ενώ από το 2016 έχει εγγραφεί στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της  Ανθρωπότητας (UNESCO). Πρόκειται για έναν πολύχρωμο αγερμό, που ξεχύνεται στους δρόμους  της κοινότητας την περίοδο του δωδεκαημέρου, σκορπίζοντας το κέφι, μέσα από το εκστατικό  ρυθμικό ξέσπασμα των παραδοσιακών μουσικών οργάνων, τα σατιρικά δίστιχα, την πρωτότυπη  χορογραφία, τις ζωομορφικές φιγούρες και τους παράδοξους φουστανελοφόρους με τα  εντυπωσιακά καπέλα.  

Ο Δήμος Εορδαίας με έδρα την Πτολεμαΐδα, κατεξοχήν προσφυγικός Δήμος, έχει συμπεριλάβει  από το 2022 στις προτεραιότητες της πολιτιστικής του ατζέντας την περαιτέρω μελέτη και την  αναβίωση του δρώμενου. Σκοπός του εγχειρήματος είναι να διατηρηθεί ο χαρακτήρας αυτής της  πρωτοβάθμιας μορφής λαϊκού θεάτρου στην ολότητά της. Να μην εκφυλιστεί με την πάροδο του  χρόνου η θεατρική της διάσταση, η σάτιρα και η αλληλεπίδραση με το κοινό. Επιπλέον, στους  στόχους περιλαμβάνεται η συνολική αξιολόγηση του δρώμενου και ειδικότερα της κοινωνικής  του διάστασης, του βιώματος των τελεστών και κυρίως της συναισθηματικής και διανοητικής  επίδρασής του στο κοινό. Στην εισήγηση εξετάζεται ο ρόλος της Ανθρωπολογίας στην μελέτη του  δρώμενου και στις πολιτικές διαχείρισης που εξελίσσονται στον Δήμο Εορδαίας. 


Δρίνης Γιάννης, Μιχάλακας Σίλας 

Για την αυθεντικότητα ηθών και εθίμων. 

Μια αντι-κριτική προσέγγιση με αφορμή το έθιμο του Αγιώρη στη Νεστάνη (Τσιπιανά)  Αρκαδίας. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το παγκόσμιας φήμης και πλέον έγκυρο λεξικό της αγγλικής γλώσσας  Merriam-Webster ανακοίνωσε στα τέλη του προηγούμενου έτους ότι η λέξη της χρονιάς (2023)  για τον αγγλόφωνο κόσμο και τους εκατομμύρια χρήστες της αγγλικής γλώσσας υπήρξε το επίθετο  «αυθεντικός». Η μέριμνα για την αυθεντικότητα διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με  τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πολιτιστική κληρονομιά, κυρίως ό,τι στον δημόσιο περί  πολιτισμού λόγο γίνεται αντιληπτό ως «ήθη και έθιμα». Η ίδια μέριμνα για την αυθεντικότητα  καθορίζει τις δημόσιες εκδηλώσεις που αποσκοπούν να αναδείξουν υπό τη μορφή δημόσιας  έκθεσης την πολιτιστική κληρονομιά (π.χ. τις συλλογές κειμηλίων, τον παραδοσιακό χορό και τη  μουσική, την παραδοσιακή διατροφή, τους τόπους στο πλαίσιο του τουρισμού κτλ.).  

Στην ανακοίνωση θα επιχειρηθεί μια κριτική προσέγγιση της έννοιας της αυθεντικότητας στις  διάφορες εκδοχές της (π.χ. γνησιότητα, σειρά), όπως αυτή διαμορφώνεται από τους Τσιπιανίτες  με αφορμή το εθίμο του Αγιώρη, το οποίο πραγματοποιούν ανήμερα του Αγίου Γεωργίου στον  τόπο τους, τη Νεστάνη (Τσιπιανά) Αρκαδίας. Στόχος της ανακοίνωσης είναι συμβάλει στην  κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και (επανα)νοηματοδοτείται η έννοια της  αυθεντικότητας στα διάφορα επικοινωνιακά πλαίσια, εξυπηρετώντας ποικίλες στρατηγικές στο  πλαίσιο της κοινότητας. 

Θα προβληθούν αποσπάσματα από το φιλμ «Φέρνοντας τον Αγιώρη στη Νεστάνη», το οποίο  αποτελεί μέρος της λαογραφικής έρευνας που πραγματοποίησαν οι Γιάννης Ν. Δρίνης και Σίλας  Μιχάλακας στη Νεστάνη. 


Ζήσης Χρήστος 

Οπτικές και υλικές αναπαραστάσεις της ελληνικής μεταπολεμικής εργατικής μετανάστευσης  στη Γερμανία. Η παραγωγή ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Ξανθόπουλου. Κριτικέςσκέψεις για τη  μουσειακή πρακτική, τη δημόσια ανθρωπολογία και ένα μνημονικό αρχείο μετανάστευσης  “από τα κάτω”. 

Λέξεις – κλειδιά: Ιστορίες εργατικής μετανάστευσης, κριτική/μεταποικιακή μουσειολογία, συνεργατική εθνογραφία, διασπορική μνήμη. 

Στην παρούσα εισήγηση θα αναδείξω μια πτυχή της διατριβής μου για την ιστορική περίοδο των Ελλήνων φιλοξενούμενων εργατομεταναστών/τριών στη Δυτική Γερμανία (1960-1973), εστιάζοντας την προσοχή μου στις οπτικές και υλικές αναπαραστάσεις. 

Ειδικότερα, αναφέρομαι στις οπτικές πηγές και στον τρόπο με τον οποίο τις χρησιμοποιώ στην εθνογραφική μου ανάλυση, αναλύοντας δύο φιλμ τεκμηρίωσης του καταξιωμένου σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλου από την τριλογία του για τη μετανάστευση, καθώς και τμήματα της  επιτόπιας έρευνας μου με τον ίδιο στο ιδιωτικό του αρχείο. Συνεπώς, στοχεύω να προτείνω τί μπορούμε να μάθουμε/αποσπάσουμε από τη συμμετοχική, εθνογραφική και αναστοχαστική παραγωγή ντοκιμαντέρ του Λ. Ξανθόπουλου και τέλος, να διατυπώσω ορισμένες κρίσιμες  

σκέψεις σε σχέση με την επιμέλεια ιστοριών μετανάστευσης σε μουσεία/εκθέσεις, καθώς και τη  δημόσια ανθρωπολογία. 

Μέσω της προτεινόμενης έννοιας ενός πολυφωνικού και πολυπρισματικού μνημονικού αρχείου  ή ενός Ετεροαρχείου1 θα είναι δυνατόν να περιγραφούν σφαιρικά και να κατανοηθούν „οι πολλαπλές υλικότητες των μεταναστευτικών κόσμων“ (Basu, Coleman 2008), καθώς και να ενισχυθεί η έννοια ενός μουσείου με γνώμονα το διάλογο (Harrison 2013) και ένα αρχείο μνήμης “από κάτω“ των ενσώματων εμπειριών και γνώσεων των μεταναστών, ικανοποιώντας έτσι τις  

απαιτήσεις και τα αιτήματα της μετααποικιακής θεωρίας/μουσειολογίας. Τέλος, το έργο αυτό μπορεί να ενταχθεί στη δημόσια συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικά  με την αλλαγή προοπτικής του θέματος της μετανάστευσης στη Γερμανία, αλλά ταυτοχρόνως  αντανακλά και αφουγκράζεται τα αιτήματα μιας δημόσιας και δεσμευμένης (engaged) ανθρωπολογίας. Μια τέτοια „κριτική αλλαγή παραδείγματος“ μπορεί να εδραιωθεί και να υλοποιηθεί στο πλαίσιο μουσειογραφικών πρακτικών και παρεμβάσεων δημόσιας ιστορίας με  θέμα την μετανάστευση. 


Ζιάβρα Έλενα 

Τα «μουσεία» του Δήμου Πωγωνίου ως φορείς «διαφύλαξης» και «ανάπτυξης» της τοπικής  πολιτιστικής κληρονομιάς. 

Κατά τη διάρκεια του έτους 2020-2021 εργάστηκα στον Δήμο Πωγωνίου ως μουσειολόγος. Η  πρώτη μου επιδίωξη ήταν να επισκεφτώ τα «μουσεία» της περιοχής και στη συνέχεια να συντάξω  μια αναφορά της τότε υπάρχουσας κατάστασης. Σύντομα προέκυψε ένα συγκρουσιακό δίπολο.  Από τη μία πλευρά, η τοπική διοίκηση ενδιαφερόταν για την ένταξη και τη χρηματοδότηση των  τοπικών «μουσείων» από το Υπουργείο Πολιτισμού, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να  ικανοποιήσει τα αιτήματα των πολιτών για «τοπική ανάπτυξη», αποβάλλοντας, όμως, από πάνω  της τις ευθύνες διαχείρισης των τοπικών μουσείων. Από την άλλη πλευρά, οι μόνιμοι κάτοικοι  των χωριών, οι οποίοι με έβλεπαν ως τον «ειδικό επιστήμονα» που ήρθε εξ ουρανού, μου έλεγαν  διαρκώς ότι το δικό τους «μουσείο» είναι το καλύτερο από όλα τα υπόλοιπα μουσεία του Δήμου,  ζητώντας μου να το διαφημίσω και να φέρω επισκέπτες, έτσι ώστε «το χωριό μας να πάρει ξανά  ζωή». 

Τα περιφερειακά μουσεία στην Ελλάδα είναι στην πλειοψηφία τους λαογραφικά. Το ζήτημα της  ορθής τους λειτουργίας δεν είναι κάτι νέο, αλλά διαρκώς επίκαιρο. Κρίνεται, λοιπόν, απαραίτητος  και αναγκαίος ο ρόλος ενός λαογράφου στη σωστή τους διαχείριση; Πόσο σημαντική είναι η  συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων στο πλαίσιο της διεπιστημονικότητας; Με ποιον τρόπο οι  τοπικές διοικήσεις και οι πολιτιστικοί φορείς είναι σε θέση να κατανοήσουν την αναγκαιότητα  των λαογράφων, αλλά και των ανθρωπολόγων στον σχεδιασμό προγραμμάτων τοπικής  ανάπτυξης; Μπορούν οι λαογράφοι-ανθρωπολόγοι να λειτουργήσουν ως πολιτιστικοί  διαμεσολαβητές; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα θέσει και θα προσπαθήσει να  απαντήσει η παρούσα προφορική ανακοίνωση.  


Ζωγάκη Αθηνά, Αρχαιολόγος – Κλείτσας Χρήστος, Αρχαιολόγος – Νάκα Μελίνα, Συντηρήτρια – Στεριάδη Τατιάνα, Αρχαιολόγος – Τσιγκούλης  Παναγιώτης, Φωτογράφος 

Οι εργασίες αποχέτευσης, οι άνθρωποι και το κρυμμένο παρελθόν της Κόνιτσας: Η  στρωματογραφία μιας πόλης που αλλάζει. 

Η περιοχή και πόλη της Κόνιτσας αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση συμβίωσης ανθρώπων, οι  οποίοι συνειδησιακά μεταφέρουν το προϊστορικό και κυρίως ιστορικό παρελθόν τους (αρχαίο,  βυζαντινό, οθωμανικό, νεώτερο) στη σημερινή εποχή. Οι ποικίλες προεκτάσεις αυτού του κοινού  παρελθόντος πρέπει να απασχολούν σήμερα διαφορετικούς κλάδους επιστημών, όπως η  αρχαιολογία, η ιστορία, η λαογραφία, η ανθρωπολογία, η διαχείριση της πολιτισμικής  κληρονομιάς και τόσες άλλες ακόμη. Τα τελευταία δύο χρόνια εκτελείται στην πόλη της Κόνιτσας  μεγάλο αποχετευτικό έργο, το οποίο επιλύει χρόνια περιβαλλοντικά προβλήματα της περιοχής,  που έχουν ως κύριο αποδέκτη τον ποταμό Αώο. Οι εκσκαφικές εργασίες παρακολουθούνται και  επιβλέπονται από επιστημονικό ή τεχνικό προσωπικό της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων και  έχουν ήδη τεκμηριώσει σωστικά την ύπαρξη κινητών και ακίνητων μνημείων αρχαίων ή νεώτερων  χρόνων, τα οποία προσθέτουν νέα γνώση για την περιοχή. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο,  παρουσιάζονται αυτά τα νέα ευρήματα, με τη φιλοδοξία να καταστούν πιο γνωστά στους πολίτες,  τους επισκέπτες, αλλά και τους ερευνητές της Κόνιτσας. Παράλληλα, διερευνώνται οι  δυνατότητες συνεργασίας διαφόρων επιστημονικών κλάδων, ώστε το παρελθόν της Κόνιτσας να  μετουσιωθεί σε γνώση μέσα από πιο κοινές και συνθετικές δημόσιες δράσεις. 


Θεοδοσίου Ασπασία (Σίσσυ) 

‘Αυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, Mουσική και Ρομά: μια σχέση δυσανεξίας. Η μουσική κατέχει καίρια θέση στo χάρτη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ενώ η τελευταία  αναδεικνύεται σταδιακά όλο και περισσότερο σε κυρίαρχο παράδειγμα στις διαδικασίες  «κληρονομοποίησης» και αναγνώρισης των μουσικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο, φέρνοντας  ταυτόχρονα στο προσκήνιο τους όρους και τα όρια των επιλεκτικών διαδικασιών παραγωγής  κληρονομιών. 

Η παρούσα εισήγηση σε ένα πρώτο επίπεδο θα εστιάσει στους τρόπους με τους οποίους η έννοια  της ΑΠΚ (και/ή ο μηχανισμός κληρονομοποίησης που τη συνοδεύει) εφαρμόζεται,  αναδιατυπώνεται ή αμφισβητείται στο πεδίο της μουσικής πρακτικής, καλώντας μας να  αναρωτηθούμε: τι κάνει η ΑΠΚ στη μουσική και, αντίστροφα, τι κάνει η μουσική στην ΑΠΚ. 

Σε ένα δεύτερο, αλλά συναρτώμενο επίπεδο, διερευνώνται οι ειδικές διασταυρώσεις μεταξύ  μουσικής, σχέσεων εξουσίας και επικράτειας, καθώς και οι πολιτικές μυθοπλασίες για το  υποκείμενο και την κοινότητά του στο συμφραζόμενο της ΑΠΚ, ιδίως με άξονα τις πρακτικές  υπάλληλων υποκειμένων, όπως οι Ρομά. Οι τελευταίοι λόγω του ιστορικού τους ρόλου ως  «οικειοποιητές» της μουσικής «των άλλων», του αποκλεισμού τους από το «έθνος» και της  παγκοσμιοποιημένης πλέον διακίνησης της μουσικής τους, αποτελούν σημαντική πρόκληση για  το πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς.


Θεοδωρίδου Αθανασία 

«Συμβιώνοντας» με τους Ανθρωπολόγους. 

Τον Δεκέμβρη του 2023 υπογράφτηκε μεταξύ του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου  Καλαμπακίου Δράμας και του Εργαστηρίου Μελέτης του Πολιτισμού, των Συνόρων και του  Κοινωνικού Φύλου- Πανεπιστήμιο Μακεδονίας συμφωνητικό συνεργασίας με βασικό στόχο την  ανθρωπολογική προσέγγιση των τριών κύριων εθίμων-δρώμενων του χωριού που αποτελούν  εγγεγραμμένα στοιχεία στο Ε.Ε.Α.Π.Κ.. 

Η πρώτη γνωριμία και προσέγγιση έγινε στις 17,18 Ιανουαρίου, στο «Κουρμπάνι», η δεύτερη τον  Μάρτιο στην «Καλογεροδευτέρα». Η κοινότητα είχε ενημερωθεί για την συνεργασία και την  άφιξη των πανεπιστημιακών. Η κοινότητα δεν υποδέχθηκε ποτέ άλλοτε επιστήμονες που  ενδιαφέρθηκαν για τα δρώμενα και τα έθιμα. Συνομίλησε για πρώτη φορά με το «εξωτικό» είδος  των Ανθρωπολόγων, με πανεπιστημιακούς ερευνητές που δεν ήρθαν για να πάρουν αλλά για να  ζήσουν και να δώσουν. Στη μνήμη της κοινότητας υπάρχουν οι επισκέψεις λαογράφων που  κατέγραψαν αλλά δεν απέδωσαν ποτέ τα καταγραφέντα, επισκεπτών που στο όνομα μια μεγάλης  συλλογικότητας (Λύκειο Ελληνίδων, Θρακική Εστία) πήραν τη μνήμη της πρώτης γενιάς  προσφύγων και δεν την μοιράστηκαν ποτέ με την κοινότητα. Αναζητούμε ακόμη τις πρώτες  καταγραφές, μαρτυρίες και εμπειρίες που δόθηκαν και δεν αποδόθηκαν. Η κοινότητα έγινε  επιφυλακτική, μαζεύτηκε, δεν εμπιστεύεται κάθε έναν που δηλώνει ερευνητής. 

Η κοινότητα όμως βιώνει πανηγύρια και δρώμενα που από τη φύση τους είναι κοινά, τα κοινωνεί  με όλους. Παραμένει πρόθυμη να μοιραστεί, ανοιχτή στην συνομιλία, κλειστή στη χρηστομάθεια.  Η εμπειρία της συμβίωσης με τους Ανθρωπολόγους αποδείχθηκε μια συνομιλία άνευ όρων,  ανοιχτή. Η συνομιλία έγινε στο πεδίο δράσης, της συμμετοχής και όχι της παρατήρησης, του  βιώματος. Η συμβίωση κατέληξε σε «αρραβώνα», δόθηκε λόγος και σημάδια! 


Καλοφώνου Μαργαρίτα 

Πτυχές πολιτιστικής κληρονομιάς: η διάσωση της κινηματογραφικής εμπειρίας στο Αγρίνιο. Ο κινηματογράφος, όντας η νεότερη τέχνη του περασμένου αιώνα, σηματοδοτεί την αφετηρία  της εγκαθίδρυσης τού ηγεμονικού χαρακτήρα που θα διαδραματίσει αργότερα στη ζωή μας η  εικόνα. Στο Αγρίνιο, μια πόλη της ελληνικής περιφέρειας, που αποτέλεσε κατεξοχήν αγροτική  κοινωνία, η έβδομη τέχνη άφησε ισχυρό το αποτύπωμά της, ήδη από την εποχή του  μεσοπολέμου. Οι κάτοικοι της πόλης αναζητούσαν να έρθουν σε επαφή με ένα τόσο  εξωπραγματικό (όπως φάνταζε τότε) γεγονός. Άξια μελέτης είναι η ομαδική συμπεριφορά  αναφορικά με τις συνήθειες θέασης σε εποχές που άρχισε να διαμορφώνεται μια στοιχειώδης  κινηματογραφική παιδεία κι ο ρόλος μιας τέτοιας τέχνης καθόριζε την ψυχαγωγία, επηρέαζε  μαζικά τις συνειδήσεις και άνοιξε δρόμο για νέα επαγγέλματα και ανάγκες, όπως αυτό τού  μηχανικού προβολής. Στην εν λόγω περίπτωση, αρμόδιοι φορείς που θα αναλάβουν το έργο της  διάσωσης της κινηματογραφικής εμπειρίας ενός ολόκληρου αιώνα, μπορούν να συμπλεύσουν με  πρακτικές ανθρωπολόγων και λαογράφων (καταγραφή προφορικών μαρτυριών) για την επίτευξη  μιας τέτοιας σημαντικής επιδίωξης. Στο πλαίσιο αυτό, η διατήρηση της υλικής υπόστασης της  μνήμης αυτής, μέσω της διατήρησης των χώρων (κινηματογραφικών αιθουσών) καθώς και  αντικειμένων (μηχανές προβολής και μπομπίνες φιλμ) που έχει ήδη ξεκινήσει από συλλογικές  προσπάθειες και θεσμούς αυτοδιοίκησης, θα αποτελέσει, με την αποφασιστική αρωγή  ανθρωπολόγων και λαογράφων, σημείο αναφοράς για το άυλο καθώς και έρεισμα για την  κατανόηση της κινηματογραφικής εμπειρίας και των συνηθειών θέασης σε συνάρτηση με την  σύγχρονη πραγματικότητα.


Καναβούρας Αντώνιος Πασχόπουλος Μηνάς Τζαβάρα Ιωάννα 

Μήνας Γιαννιώτικης Αργυροτεχνίας-Αργυροχοΐας: μια καλή πρακτική συμμετοχικής  διαχείρισης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. 

Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να μελετηθούν οι συνθήκες, στη βάση των οποίων  συγκροτήθηκε το πλαίσιο, ώστε η εγγραφή της Γιαννιώτικης ΑργυροτεχνίαςΑργυροχοΐας στο  Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, να αποτελέσει εφαλτήριο για την εδραίωση  συνεργασιών μεταξύ των κύριων τοπικών φορέων έκφρασής της. Η συμμετοχή της κοινότητας  φορέων στο εγχείρημα μέσω του ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι. (Κέντρο Παραδοσιακής Βιοτεχνίας Ιωαννίνων) και του  Σωματείου Ασημουργών Μεταλλοτεχνιτών Ιωαννίνων «Η Γιαννιώτικη Τέχνη», η συμβολή του  Μουσείου Αργυροτεχνίας του ΠΙΟΠ (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς), η συνεργασία με το  Υπουργείο Πολιτισμού δια της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και κυρίως η  ενεργός και καθοριστική υποστήριξη από τον Δήμο Ιωαννιτών δια της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού,  συγκροτούν ένα καινοτόμο μοντέλο διαχείρισης πολιτισμικής κληρονομιάς, η δυναμική του  οποίου αποτιμάται με τα έως τώρα στοιχεία ιδιαιτέρως θετική.  

Η παρούσα εισήγηση θα τεκμηριώσει την ανάγκη συμμετοχής στο οργανωτικό σχήμα όλων των  φορέων, από το αρχικό στάδιο της σύλληψης του εγχειρήματος ως εκείνο της υλοποίησης, καθώς  και τη σημασία του σχεδιασμού πολυεπίπεδων δράσεων. Ανάμεσα σε άλλα, θα αναδειχθεί η  ενεργοποίηση της τοπικής κοινωνίας και θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, μέσα από την  οργάνωση θεματικών συνεργατικών εργαστηρίων τεχνογνωσίας και τεχνικών της ασημουργίας,  προφορικές συνεντεύξεις ασημουργών στο δημοτικό ραδιόφωνο της πόλης και εκδηλώσεις  ανάδειξης. Βασική συνιστώσα του εγχειρήματος αποτελεί και η επιδίωξη επανεξέτασης δημόσιων  πολιτικών που σχετίζονται με ζητήματα διαφύλαξης της τέχνης και βιωσιμότητάς της στους άξονες  της εκπαίδευσης, αλλά και της επιχειρηματικότητας. Τέλος, η παρούσα εισήγηση θα θίξει  ζητήματα, όπως οι όροι λειτουργίας ενός συμμετοχικού μοντέλου διαχείρισης στοιχείου άυλης  πολιτιστικής κληρονομιάς στο πέρας του χρόνου και η προσαρμογή δημόσιων πολιτικών, ώστε να  διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για τη διασφάλιση της μετάδοσης εκφράσεων της ζωντανής  κληρονομιάς, όπως η τέχνη του ασημιού. 


Κανελλάτου Παρασκευή  

FolCalFest, η διεπιστημονική υποδομή στον σχεδιασμό, στην ανάπτυξη, στην υλοποίηση, στην  αρχειοθέτηση και στην κοινοποίηση των δράσεων ενός φεστιβαλικού θεσμού. Το Ερευνητικό Κέντρο Ελληνικού Τραγουδήματος [ΕΡ.Κ.Ε.Τ.] από το έτος 2010 σχεδιάζει,  αναπτύσσει και υλοποιεί ως ετήσια φεστιβαλική του δράση το FolCalFest. Δυνατότητα  συμμετοχής στο FolCalFest έχει κάθε μορφή συλλογικότητας, με βασική προϋπόθεση να  παρουσιάζει την τραγουδιστική έκφραση μίας συγκεκριμένης εθνο-πολιτισμικά κοινότητας.  Σκοπός του FolCalFest είναι η παρουσίαση τραγουδιστικών πρακτικών, τεχνικών και  ηχοχρωμάτων, τα οποία αναπτύσσονται από κοινότητες ημεδαπών και αλλοδαπών στην Ελλάδα  ή στις ανά τον κόσμο ελληνικές μεταναστευτικές κοινότητες. Το ΕΡ.Κ.Ε.Τ. μέσω του FolCalFest επιθυμεί να δώσει την ευκαιρία της πολιτισμικής ώσμωσης αλλά και να αναδείξει την πολιτισμική  ποικιλομορφία της κοινοτικής τραγουδιστικής κληρονομιάς. Το πολιτιστικό αλλά και το  εθνογραφικό έργο του φεστιβάλ εστιάζεται στην καλύτερη δυνατή  προσέγγιση/μελέτη/κατανόηση/διαφύλαξη/ανάδειξη της τραγουδιστικής έκφρασης ως  πρακτικών κοινοτικής επικοινωνίας, προφορικής ιστορίας και διαπολιτισμικών σχέσεων. Αυτό  επιτυγχάνεται τόσο μέσω των φυσικών δράσεων του φεστιβάλ όσο και μέσω της διαδικτυακής  κοινοποίησης του φεστιβαλικού του αρχείου https://folcalfest.net/. 

Η επίτευξη του σκοπού και των στόχων που αναφέρθηκαν παραπάνω γίνεται εφικτή, επειδή το  ΕΡ.Κ.Ε.Τ. ως διοργανωτής φορέας εξ αρχής έθεσε και συνεχίζει να θέτει ως βασική προϋπόθεση  την ύπαρξη διεπιστημονικής υποδομής σε κάθε στάδιο της πολιτιστικής παραγωγής του  FolCalFest (σχεδιασμός, ανάπτυξη, υλοποίηση, αρχειοθέτηση, κοινοποίηση). Η παρούσα  εισήγηση θα αναδείξει τη σημασία και την ωφέλεια, οι πολιτιστικές δράσεις που αναφέρονται σε  εκφάνσεις λαϊκού πολιτισμού να υποστηρίζονται από συνέργειες επιστημόνων, καλλιτεχνών και τεχνικών, έτσι ώστε να αναδειχθούν, να καταγραφούν και να τεκμηριωθούν με τον αρτιότερο  τρόπο οι τοπικές κοινοτικές εκφράσεις και πρακτικές. Οι θεωρητικές και τεχνολογικές γνώσεις, τα  μεθοδολογικά εργαλεία, οι πρακτικές εφαρμογές, τα εθνογραφικά παραδείγματα, καθώς και οι  αναλογικές και ψηφιακές τεχνικές που μας παρέχονται από κλάδους των  ανθρωπιστικών/κοινωνικών/εφαρμοσμένων επιστημών (π.χ. η πολιτισμική/κοινωνική  ανθρωπολογία, η δημόσια λαογραφία, η πολιτιστική διαχείριση και το πολιτιστικό marketing)  αλλά και των καλών τεχνών (π.χ. η εθνογραφική κινηματογράφηση/ηχοληψία και η γραφιστική)  κρίνονται ως απαραίτητα εργαλεία στη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή η οποία έχει ως θεματικό  της άξονα την πολιτισμική κληρονομιά. 


Κιτσάκη Γεωργία 

Η Συμβολή της Εφαρμοσμένης Λαογραφίας και Ανθρωπολογίας σε Προγράμματα Τοπικής  Ανάπτυξης: Το Παράδειγμα της ‘Ήπειρος Α.Ε.’ 

Η ανάπτυξη, εκτός από καθαρά οικονομικό φαινόμενο, είναι μια πολυδιάστατη κοινωνική  διαδικασία που αφορά πέρα από τις χρηματο-οικονομικές συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης,  στην αναδιοργάνωση και τον επαναπροσανατολισμό των οικονομικών και κοινωνικών  συστημάτων στο σύνολό τους. Συνεπώς, υπό μία ευρεία έννοια, η ανάπτυξη θα μπορούσε να  οριστεί ως η σκόπιμη και προγραμματισμένη ή ακούσια και οργανική διαδικασία κοινωνικής και  οικονομικής αλλαγής. 

Οι οργανισμοί που ασκούν αναπτυξιακή πρακτική, δηλαδή εργάζονται με στόχο την σκόπιμη  δημιουργία θετικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, δρουν σε μια διευρυμένη κλίμακα που  εκτείνεται από το παγκόσμιο στο τοπικό επίπεδο. Η αναπτυξιακή πρακτική αφορά όχι μόνο στη  δημιουργία πολιτικών για την αλλαγή, αλλά και στη διαχείριση και υλοποίηση προγραμμάτων και  έργων, που περιλαμβάνουν πρωτοβουλίες πολλαπλών ενδιαφερομένων, καθώς και  πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται από έναν μόνο οργανισμό. 

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, κατηγορίες επιστημόνων, όπως οι ανθρωπολόγοι και οι λαογράφοι, με  την εξειδίκευσή τους στην κατανόηση των ανθρώπινων κοινωνιών και πολιτισμών, μπορούν να  κατέχουν σημαντική θέση μεταξύ εκείνων που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν προγράμματα τοπικής  ανάπτυξης, συμβάλλοντας καθοριστικά με τον πολυσχιδή ρόλο τους, στην επιτυχή εφαρμογή τους  και αποδοχή τους από τις τοπικές κοινότητες, στις οποίες και απευθύνονται.  

Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιαστούν παραδείγματα σχεδιασμού και εφαρμογής  ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών και προγραμμάτων που αφορούν στην πολιτιστική και  τουριστική ανάπτυξη τόπων, που εμπίπτουν γεωγραφικά και διοικητικά στην περιοχή δράσης του  Αναπτυξιακού Οργανισμού «ΉΠΕΙΡΟΣ Α.Ε.» καθώς και ο ρόλος και η συνεισφορά του  διαμεσολαβητή λαογράφου-ανθρωπολόγου που εργάστηκε σε αυτά. 


Κοζιού-Κολοφωτιά Βασιλική 

Η συμβολή των πολιτιστικών συλλόγων στην καταγραφή και ανάδειξη της πολιτιστικής  κληρονομιάς του τόπου μας. Η περίπτωση του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο  ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας. 

Οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι τα αυθόρμητα, πρωτογενή και πρωτοβάθμια οργανωμένα κύτταρα  πολιτισμού των τοπικών κοινοτήτων που δημιουργήθηκαν διαχρονικά στον τόπο μας. Το έργο  τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διατήρηση και τη διασφάλιση της τοπικής παράδοσης,  της πολιτιστικής ταυτότητας και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Μέσα από τις  δράσεις και τις ενέργειες που αναλαμβάνουν επιδιώκουν: να καταγράφουν τις διάφορες  εκφάνσεις της τοπικής λαϊκής παράδοσης, να τη μεταβιβάζουν στις επόμενες γενιές, να  αφυπνίζουν το ενδιαφέρον των ντόπιων ενθαρρύνοντάς τους να ασχολούνται ενεργά με τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό και να πραγματοποιούν πολιτιστικές εκδηλώσεις που βοηθούν τον τόπο  ν’ αναπτύσσεται σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Ένας από αυτούς τους συλλόγους είναι  και το Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας που στη διάρκεια  της τριανταπεντάχρονης πορείας του κατάφερε να καταγράψει, να αρχειοθετήσει ένα μεγάλο  μέρος και να αναδείξει την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Καρδίτσας και της ευρύτερης  περιοχής. Κύριος σκοπός του είναι η έρευνα, η καταγραφή, η διαφύλαξη και η αξιοποίηση των  ιστορικών και λαογραφικών στοιχείων του τόπου μας. 

 Από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας το Κ.Ι.Λ.Ε. «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» δημιούργησε χορευτικά τμήματα  όλων των ηλικιών, χορωδία παραδοσιακής μουσικής, η πρώτη που ιδρύθηκε στην Καρδίτσα, και  ομάδα καταγραφής της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας. Στην  τριαντάχρονη πορεία του οργάνωσε πολλές ημερίδες, εργαστήρια και οχτώ πανελλήνια συνέδρια  με συνδιοργανωτές τα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας και Ιωαννίνων, την Περιφέρεια Θεσσαλίας Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας, τον Δήμο Καρδίτσας και άλλους φορείς. Πολύ σύντομα θα  προκηρύξει το 9ο που θα πραγματοποιηθεί την άνοιξη του 2025. Εξέδωσε τους αντίστοιχους  τόμους των πρακτικών των συνεδρίων, καθώς και άλλες εκδόσεις, που αφορούν στην τοπική  ιστορία και λαογραφία της Καρδίτσας. Με τη Χορωδία Παραδοσιακής Μουσικής ηχογράφησε και  κυκλοφόρησε οχτώ cds και σύντομα θα κυκλοφορήσει και το ένατο. Κάθε χρόνο διοργανώνει μια  από τις κορυφαίες θεσμοθετημένες εκδηλώσεις της Καρδίτσας, τις «Μέρες Παράδοσης», με  διαφορετική κάθε φορά θεματολογία. Με τη Χορωδία και το Χορευτικό έλαβε μέρος σε πολλά  φεστιβάλ της χώρας μας και διεθνή αλλά και σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές κρατικών και  ιδιωτικών καναλιών. Εκτός από τον λαϊκό πολιτισμό ο Απόλλωνας πραγματοποίησε με επιτυχία  εκθέσεις φωτογραφίας και παρουσίασε το συγγραφικό έργο πολλών αξιόλογων ποιητών και  συγγραφέων. 


Κονδυλίδου Αρετή,  «… από άγνωστο μουσείο σε χώρο πολιτισμού…» 

Η πολιτιστική διαχείριση ενός χώρου πολιτιστικής κληρονομιάς με αφορμή σχόλια επισκεπτών 

Με εφαλτήριο τα σχόλια των επισκεπτών στον Πολυχώρο Πολιτισμού Ισλαχανέ, δια ζώσης και ψηφιακά, θα αποτολμήσουμε μία εισήγηση για έναν χώρο πολιτιστικής κληρονομιάς, θεσμικά χαρακτηρισμένου ως «νεώτερου ακίνητου μνημείου» αλλά και «πολυχώρου πολιτισμού» και την 8χρονη λειτουργία του υπό την αρμοδιότητα της ΥΝΜΤΕΚΜ, του ΥΠ.ΠΟ., έχοντας κατά νου να αποτιμήσουμε την πολιτιστική διαχείριση μιας κληρονομιάς, υλικής και άυλης.

Εκκινώντας από την επαναφορά ενός οθωμανικού τοπωνυμίου στην πόλη, τη διοργάνωση περιπατητικών αναγνώσεων της γειτονιάς, την καταγραφή και ανάδειξη αφηγήσεων  κατοίκων και τη χρήση αρχειακού υλικού ως υλικό καλλιτεχνικών πρωτότυπων δράσεων, την εκπαιδευτική διάδραση με σχολικές, αλλά όχι μόνο, κοινότητες, μέχρι τον αστικό εξευγενισμό της γειτονιάς αλλά και τη δημιουργία μιας νέας «κοινότητας κοινού» και τα χαρακτηριστικά της, θα προβληματιστούμε για το ρόλο μιας ανθρωπολογικής «από τα κάτω» προσέγγισης σε έναν μνημονικό τόπο και τις δυνατότητες ανάδειξης του παλίμψηστου της στρωματογραφίας του.


Κοτσιφάκος Δημήτριος, Τζουρντού Αναστασία  

Από τους «κατασκόπους» της λαογραφίας του 19ου και του 20ου αιώνα, στις ψηφιακές βάσεις  δεδομένων και τις «ψηφιακές» ανθρωπιστικές σπουδές του 21ου: μια κριτική αποτίμηση των  σύγχρονων μεθοδολογιών της ψηφιακής τεχνολογίας. 

Ο Bio Casares Adolfo στο εμβληματικό βιβλίο του «Η εφεύρεση του Μορέλ», αποτυπώνοντας  δεξιοτεχνικά την υπαρξιακή αγωνία ενός αφηγητή ο οποίος έχει ναυαγήσει σε ένα νησί,  περιγράφει τις συνθήκες επικυριαρχίας ενός μηχανισμού παραγωγής εικόνων, ο οποίος  λειτουργεί εκεί, και επιδρά καταλυτικά τόσο στον πνευματικό του ορίζοντα, όσο και στον  συναισθηματικό του κόσμο. Η παρούσα εισήγηση αναλύει κριτικά τις πρωτεύουσες και  δευτερεύουσες ποιότητες κατασκευής της σημερινής ψηφιακής πραγματικότητας, ειδικά αυτήν  την «ψηφιακότητα» η οποία συνδέετε «περίτεχνα» με την έννοια της «διαφύλαξης», σε αντίστιξη  με εκείνη της «προστασίας» της πολιτισμικής κληρονομιάς.  

Τελικά, θα μπορούσε η ψηφιακή τεχνολογία να αποτελέσει ένα «εργαλείο» πολιτικών  διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως αυτές σχεδιάζονται και εφαρμόζονται τόσο από  τους επίσημους φορείς, όσο και από τις ίδιες τις κοινότητες φορέων/κοινότητες κληρονομιάς;  Και να ναι, με ποιους όρους, με ποιες εγγυήσεις και με ποιες προϋποθέσεις;  Χωρίς απολύτως καμία τεχνοφοβική προκατάληψη, ή άλλα εσώτερα κίνητρα οπισθοδρόμησης, η  παρούσα εισήγηση αποδελτιώνει τα αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν από την ψηφιακή  επεξεργασία για τις ανθρωπιστικές σπουδές, και διερευνά το κατά πόσο, και με ποιους τρόπους  θα τεθούν οι εγγυήσεις ώστε, η ψηφιακή πραγματικότητα, οι ψηφιακές οντότητες, και οι  τεχνολογίες του διαδικτύου θα υποστηρίξουν το ερευνητικό έργο της Λαογραφίας και της  Ανθρωπολογίας στον 21ο αιώνα. 


Κωνσταντίνου Κατερίνα 

Το μεταίχμιο ανάμεσα στην κληρονομιά και τα απορρίμματα. Δημόσιες προσεγγίσεις του  υλικού παρελθόντος. 

Η έννοια της πολιτισμικής κληρονομιάς συχνά συνδέεται με ό,τι θεωρείται πιο αξιόλογο σε μια  κοινωνία. Τα αξιόλογα στοιχεία επιλέγονται μέσα από ένα ευρύτερο σύνολο πρακτικών,  αντικειμένων, κτηρίων, τόπων και τοπίων, με στόχο να διατηρηθούν για τις μελλοντικές γενιές.  Ωστόσο, η έννοια της κληρονομιάς μπορεί να λάβει και αρνητικές σημασίες. Η συχνή ερώτηση  στη δημόσια σφαίρα «τι κόσμο θα παραδώσουμε στα παιδιά μας» εκφράζει την ανησυχία για  έναν κόσμο που έχει υποστεί ανεπανόρθωτες αλλαγές από την ανθρώπινη δραστηριότητα,  υποδεικνύοντας μια αρνητική παρακαταθήκη για το μέλλον – μια «κακή κληρονομιά». Σύγχρονες  κριτικές θεωρήσεις του υλικού παρελθόντος προτείνουν μια ενιαία θεώρηση της κληρονομιάς  και των απορριμμάτων, καθώς και οι δύο κατηγορίες αφορούν στοιχεία που δεν εκπληρώνουν  πλέον τον αρχικό τους σκοπό ή έχουν χάσει τη χρησιμότητά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η  ανακοίνωση εξετάζει μια εγκαταλελειμμένη λαογραφική συλλογή. Η Λαογραφική Συλλογή της  Παροικιάς της Πάρου συγκροτήθηκε τη δεκαετία του 1990 όταν το νησί δέχτηκε τις πρώτες  μεγάλες αλλαγές της διόγκωσης του τουριστικού φαινομένου. Σκοπός της συλλογής αντικειμένων  ήταν η διάσωσή τους από τις μεταβολές που επέφερε η τουριστικοποίηση του «παραδοσιακού  οικισμού» της πρωτεύουσας του νησιού και η δημιουργία ενός μουσείου. Μετά από πολλές  προσπάθειες οργάνωσης και λειτουργίας, στη Συλλογή σταδιακά συσσωρεύτηκαν ποικίλα  αντικείμενα, τα οποία ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς εάν ήταν στοιχεία της πολιτισμικής  κληρονομιάς των Παρκιωτών ή τα απορριφθέντα αντικείμενα κάποιας ανακαίνισης. Ένα δημόσιο  πρόγραμμα τεκμηρίωσης (2018-2019) με σκοπό την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τη  Συλλογή ανέδειξε τη μεταιχμιακή κατάσταση ανάμεσα στην κληρονομιά και όσα απορρίπτονται  από τις κληρονοποιητικές διαδικασίες. 


Λαγός Ιωάννης 

Η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μοχλός βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης μέσω της  κοινωνικής οικονομίας. Παράδειγμα : Μαίναλον Κοιν.Σ.Επ. – Menalon trai. Η Μαίναλον Κοιν.Σ.Επ. η πρώτη κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση της Πελοποννήσου  ιδρύθηκε το 2012 με σκοπό την προστασία του δάσους της οροσειράς του Μαινάλου μέσω της  αξιοποίησης της περίσσειας βιομάζας και της βιώσιμης ανάπτυξης των οικισμών του. Το 2014-5 με πρωτοβουλία του Ι.Λαγού και την συμμετοχή 100 περίπου εθελοντών από τα 9  εμπλεκόμενα χωριά, καθαρίζονται και σηματοδοτούνται 75 χιλιόμετρα παλαιών  μουλαρόδρομων στη διαδρομή Στεμνίτσα – χαράδρα Λούσιου – Δημητσάνα – Ζυγοβίστι – Ελάτη – Βυτίνα – Νυμφασία – Μαγούλιανα – Βαλτεσινίκο – Λαγκάδια και δημιουργείται το Menalon Trail  το οποίο πιστοποιείται από την Πανευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Πεζοπόρων και η Μαίναλον  Κοιν.Σ.Επ. αναλαμβάνει την προώθησή του στο εξωτερικό με ιδίους πόρους. Χιλιάδες πεζοπόροι από όλο τον κόσμο έρχονται να πεζοπορήσουν για μία εβδομάδα, να γευτούν  παραδοσιακές τροφές, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Οι πεζοπόροι κάθε βράδυ μένουν  σε άλλο χωριό με αποτέλεσμα να αξιοποιείται όλος ο ορεινός όγκος και το κάθε χωριό να  αναδεικνύει τον πολιτισμό του, τα μνημεία του και τα αξιοθέατά του. 

Με βάση το πετυχημένο παράδειγμα του Menalon Trail η περιφέρεια Πελοποννήσου το 2018  αποφάσισε να δημιουργήσει δίκτυο 1.000 χιλιομέτρων μονοπατιών ενώνοντας πεζοπορικά  όλους τους αρχαιολογικούς της χώρους, ξεκινώντας το μεγαλύτερο έργο κοινωνικής οικονομίας  στην Ελλάδα, αφού για κάθε τμήμα υπεύθυνη για την συντήρηση και προβολή θα ήταν η  αντίστοιχη κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση, αποτελούμενη από ντόπιους, με αποτέλεσμα  να διατηρηθούν θέσεις εργασίας και να δημιουργηθούν και νέες στις ορεινές κοινότητες.  

Παράλληλα η Ομοσπονδία Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων Πελοποννήσου έχει  υποβάλλει προτάσεις στο Υπουργείο πως μπορούν να δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας  στα ορεινά αξιοποιώντας πέρα από το δίκτυο μονοπατιών, την καλλιέργεια των ξέφωτων του  δάσους με αρωματικά φυτά, βότανα, παραδοσιακούς σπόρους, βόσκηση με παραδοσιακές φυλές ζώων, αξιοποιώντας λαϊκή γνώση αιώνων και τα πολιτιστικά στοιχεία και μνημεία του κάθε  τόπου. 


Λαμπρίδης Αλέξανδρος 

Η συμβολή και η αξιοποίηση της προβληματοθεσίας στον προσανατολισμό και την εξέλιξη μιας  Καλής Πρακτικής. 

Υπό ένταξη – ενδεικτικές θεματικές ενότητες: 

• Με ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις η Ανθρωπολογία και η Λαογραφία μπορούν να  συμμετάσχουν στις δημόσιες πολιτικές διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως  αυτές σχεδιάζονται και εφαρμόζονται τόσο από τους επίσημους φορείς, όσο και από τις  ίδιες τις κοινότητες φορέων/κοινότητες κληρονομιάς; 

• Υπάρχουν παραδείγματα τέτοιας συμμετοχικής διαχείρισης της πολιτισμικής  κληρονομιάς που μπορούν να αποτελέσουν καλές πρακτικές; 

• Πώς οι διάφοροι πολιτιστικοί φορείς που επικαλούνται την πολιτισμική κληρονομιά και  την παράδοση (π.χ. πολιτιστικοί σύλλογοι, πολιτιστικοί οργανισμοί των θεσμών  αυτοδιοίκησης, χορευτικοί όμιλοι, όσοι απασχολούνται επαγγελματικά με τον τουρισμό)  μπορούν να εμπλουτίσουν τους ορίζοντές τους, ενσωματώνοντας εργαλεία, έννοιες και  κριτικές αποτιμήσεις των ευρύτερων ανθρωπολογικών σπουδών;  

H συμβολή και η αξιοποίηση της προβληματοθεσίας  

στον προσανατολισμό και την εξέλιξη μιας Καλής Πρακτικής 

Ιδρυτική πράξη της «Απείρου» ήταν, το 1998, η έκδοση του ομώνυμου πολιτιστικού και  περιβαλλοντικού περιοδικού, με εκτενές αφιέρωμα στο Πολυφωνικό Τραγούδι. Κεντρική θέση  κατείχε το άρθρο του Β. Νιτσιάκου «Πολυφωνικό τραγούδι – προς μια νέα προβληματοθεσία».  Πρώτη εκδήλωση της «Απείρου» ήταν η «Συνάντηση για το Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Τραγούδι»  στο Πολύδροσο Θεσπρωτίας. Το πρώτο μέρος της ήταν αφιερωμένο σε εισηγήσεις λαογράφων  και μουσικολόγων. Ένα χρόνο μετά, στο πλαίσιο της 1ης Διεθνούς Συνάντησης Πολυφωνικού  Τραγουδιού διοργανώθηκε επιστημονική διημερίδα με θέμα «Το Πoλυφωνικό Τραγούδι σε  Ελλάδα και Αλβανία». 

Tο Πολυφωνικό Καραβάνι στη θεμελίωσή του επιδίωξε πολύτροπα το «μπόλιασμά» του με τα  εργαλεία, τις έννοιες, τους προβληματισμούς των ευρύτερων ανθρωπολογικών και πολιτιστικών  σπουδών. Ξεκινώντας πέντε χρόνια πριν την υιοθέτηση της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της  Άυλης Πoλιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO 2003), πριν την κατίσχυση των σχετικών όρων,  εννοιών και προσεγγίσεων, σε ένα πεδίο αντιπαραθέσεων ενίοτε και εθνικιστικού χαρακτήρα,  επιζήτησε στον επιστημονικό λόγο τεκμηρίωση, διεύρυνση του ορίζοντα, στήριξη και συμβολή  στη διαμόρφωση του αφετηριακού προσανατολισμού.  

Σε μια περίοδο πληθώρας απαρέγκλιτων, «στέρεων» απαντήσεων εν είδει αξιωμάτων, σε  αποκλίνουσες, μεταξύ τους, τροχιές και στοχοθεσίες, η συμβολή του επιστημονικού λόγου δεν  συσσώρευσε επιπλέον απαντήσεις αλλά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό τότε, μια νέα  προβληματοθεσία, με βάση τα εργαλεία, τις αναζητήσεις, τη διαλεκτική των ανθρωπιστικών και  πολιτιστικών σπουδών. Η συμβολή αυτή, επικαιροποιούμενη διαρκώς ως work in progress,  εμπλουτιζόμενη από την εμπειρία υλοποίησης της Σύμβασης, το διάλογο για το ρόλο των  κοινοτήτων και τα διασυνοριακά της «όρια», αξιοποιείται πολύπλευρα στην πορεία εξέλιξης του  Πολυφωνικού Καραβανιού ως Καλής Πρακτικής Διαφύλαξης, αναγνωρισμένης πρόσφατα και  διεθνώς (UNESCO 2020). 


Μαμουλάκη Έλενα, Νάζου Δέσποινα 

Λαϊκές Τέχνες και Τουρισμός: Η παραγωγή χειροτεχνημάτων, τα αναμνηστικά και οι αλλαγές/  προσαρμογές στις νέες οικονομικές συνθήκες της τουριστικής αγοράς. Πεδία: Κυκλάδες και  Κρήτη. Παρουσίαση ενός σχεδίου έρευνας. 

Καθώς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους τουριστικούς προορισμούς της Μεσογείου αυξάνεται και  η ανάγκη για διαφοροποίηση γίνεται επιτακτική, οι τοπικές κοινωνίες των Κυκλάδων και της  Κρήτης αναστοχάζονται και αναπροσαρμόζονται προκειμένου να διατηρήσουν και να  ενδυναμώσουν τις πολιτιστικές τους ταυτότητες. Η ανάδειξη τόσο της υλικής όσο και της άυλης  πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί κεντρικό μέσο για να καταστήσουν τους τόπους τους  διακριτούς και ελκυστικούς στο διεθνές τουριστικό κοινό. 

Στο πλαίσιο αυτό, η τοπική παράδοση των λαϊκών τεχνών, όπως η υφαντική και η κεραμική,  αποκτά νέες σημασίες. Οι χειροτέχνες αυτών των περιοχών, προκειμένου να διασφαλίσουν τη  βιωσιμότητα των ατομικών ή οικογενειακών τους επιχειρήσεων, αξιοποιούν τις ευκαιρίες που  προσφέρει η τουριστική ανάπτυξη. Και αντιστρόφως: προκειμένου να εισαχθούν στην οικονομία  του τουρισμού, επιδιώκουν να αναδείξουν και να ενισχύσουν τις «παραδοσιακές» τεχνικές και  πρακτικές, εισάγοντας στην τουριστική αγορά ως αναμνηστικά τεχνουργήματα που σχετίζονται  με την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής.  

Έτσι, παρά την έντονη παρουσία μαζικών «κινέζικων» σουβενίρ και άλλων φθηνών αντικειμένων  που κυριαρχούν στην τουριστική αγορά, οι τοπικοί λαϊκοί τεχνίτες συνεχίζουν να παράγουν  χειροποίητα αναμνηστικά με αναφορά στη λαϊκή παράδοση. Αυτό αποδεικνύεται από την  πληθώρα των καταστημάτων που εμπορεύονται χειροποίητα αντικείμενα στα Κυκλαδονήσια και  σε περιοχές του Ηρακλείου. Ορισμένες τοπικές κοινωνίες έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ή/και  να επανεπινοήσουν αυτή τη χειροτεχνική παράδοση, η οποία συμβάλλει ουσιαστικά στην  τουριστική τους ταυτότητα. 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διατήρησης και προσαρμογής είναι τα μεγάλα χωριά  της Πάρου και της Νάξου, όπου η υφαντική τέχνη παραμένει βασικός πυλώνας της τοπικής  οικονομίας. Παρόμοια δυναμική παρατηρείται στην περιοχή των Αστερουσίων (Ν. Ηρακλείου),  όπου οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και να αγοράσουν τοπικά χειροτεχνήματα.  Αντίστοιχη δραστηριότητα συναντάται και σε κέντρα παραγωγής κεραμικών, όπως στη Σίφνο και  στο Ηράκλειο, όπου η κεραμική τέχνη αναγνωρίζεται ως ένα από τα ισχυρά πολιτιστικά  «τοπόσημα». 

Με βάση τα παραπάνω, σχεδιάστηκε μια ανθρωπολογική και λαογραφική έρευνα, η οποία  εστιάζει στις χειροτεχνικές επιχειρήσεις των περιοχών αυτών. Η έρευνα αφορά τα πρόσωπα που  εμπλέκονται στην παραγωγή, τις τεχνικές και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν, καθώς και τα  νέα αναμνηστικά που παράγουν. Επίσης, εξετάζονται η σχέση τους με την τουριστική αγορά, τα  εμπορικά δίκτυα που αξιοποιούν, τα καταστήματα που προμηθεύουν, καθώς και η συνεργασία  των χειροτεχνών με τα μουσεία, μέσα από τα πωλητήρια αλλά και μέσω εκπαιδευτικών  προγραμμάτων. 

Στόχος της έρευνας είναι να διερευνήσει πώς οι λαϊκές τέχνες προσαρμόζονται στις σύγχρονες  οικονομικές και τουριστικές συνθήκες, ενώ παράλληλα καλλιεργούν την τοπική πολιτιστική  ταυτότητα και συμβάλλουν στην ενίσχυση της τοπική οικονομία. 


Μανδυλαρά Άννα 

ΔΗΜΟΣΙΑ «ΕΠΙΝΟΗΜΕΝΗ» ΙΣΤΟΡΙΑ; Η πολιτισμική διαχείριση του Σουλίου. Το καλοκαίρι του 2021 το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων  οργάνωσε διεθνές συνέδριο με τίτλο «Ελευθερία και Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του  1821», τιμώντας ιδιαίτερα το Σούλι και τους Σουλιώτες. Στον επετειακό μου λόγο με τίτλο «Η  Ελευθερία, ο Θάνατος, η Αιωνιότητα του Σουλίου και των Σουλιωτών», αφού εξήρα δεόντως τη  δράση των Σουλιωτών στον ελληνικό αγώνα, «τόλμησα» να συμπεριλάβω κι ένα πολύ μικρό  απόσπασμα από το βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη «Σούλι και Σουλιώτες» το οποίο έλεγε: «Ενώ η  πεδιάδα ενσωματώνεται στο άρχον στρατιωτικο-διοικητικό στρώμα της κατακτητικής κοινωνίας, μέσα από τον εξισλαμισμό των ηγετικών γενών των Αλβανών εποίκων, το βουνό, το οποίο  μετέπειτα θα αποκληθεί όρος Σουλίου, χριστιανικό στο σύνολό του, διατήρησε στα κεντρικά του  κοιλώματα αυτόνομους πληθυσμικούς θύλακες. Αυτοί βρίσκονται μακριά από την οθωμανική  εξουσία και δεν είναι αφομοιωμένοι στο ισχύον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.».  

Η αναφορά και μόνο στα «ηγετικά γένη των Αλβανών εποίκων», αρκούσε για να βρεθεί το όνομά  μου και φυσικά το όνομα της Βάσως Ψιμούλη στο κέντρο άρθρων στον τοπικό τύπο (π.χ.  εφημερίδα «Η Θεσπρωτική») τα οποία κατήγγειλαν τα «ψεύδη» της ακαδημαϊκής κοινότητας  σχετικά με το αν οι Σουλιώτες του 1821 ήταν «Αρβανίτες» ή «Έλληνες»!  

Το 2022 παρουσιάσθηκαν στο Σούλι τα αποτελέσματα ερευνητικού προγράμματος με τίτλο  «Διερεύνηση του ευρύτερου ιστορικού χώρου Σουλίου: ανάδειξη, προστασία και ανάπτυξη του  πολιτισμικού και πολιτιστικού του τοπίου», το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο Προγραμματικής  Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της  Περιφέρειας Ηπείρου και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, προϋπολογισμού 200.000  ευρώ, έχοντας ως στόχο τη διαφύλαξη και ανάδειξη του ιστορικού χώρου Σουλίου ως σημαντικού  «τόπου ιστορικής μνήμης». Εννοείται ότι δεν υπήρχε καμία αναφορά στους αλβανόφωνους  Σουλιώτες, ούτε συμμετείχε κάποιος/κάποια ιστορικός. 

Η παρούσα ερευνητική πρόταση θα μελετήσει τη δυνατότητα της ιστορικής και ανθρωπολογικής  έρευνας να συμμετέχει στους σχεδιασμούς διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς σε  περιπτώσεις «επινοημένης» παράδοσης, όπως αυτή των «Ελλήνων» Σουλιωτών. Θα μας  απασχολήσουν ερωτήματα όπως: μπορεί η ιστορική έρευνα να συνεισφέρει στην  πραγματοποίηση αντι-ηγεμονικών σχεδίων, όταν επίσημοι φορείς και κοινότητες, μοιράζονται,  εν πολλοίς, παρόμοιες ηγεμονικές αντιλήψεις περί «καθαρότητας» της Ελληνικής καταγωγής και  ταυτότητας; Υπάρχει περιθώριο στο «εθνικό αφήγημα» για συμπερίληψη τόπων ιστορικής  μνήμης όπου θα διαφαίνεται η πολυπλοκότητα και η ζύμωση διαφορετικών ταυτοτήτων των  ιστορικών δρώντων υποκειμένων; 


Μάργαρη Ζωή  

Πολιτισμική κληρονομιά & πολιτιστική διαχείριση. Ερευνητικές πρακτικές, δημόσιες πολιτικές και κοινότητες κληρονομιάς. 

Αφορμώντας από τις καταιγιστικές εξελίξεις στον τομέα της διαχείρισης της πολιτισμικής  κληρονομιάς που επέφερε σταδιακά η προοδευτική κατίσχυση της Σύμβασης της UNESCO (2003)  για την διαφύλαξη και την προστασία της, η ανακοίνωση, φιλοδοξεί να προσεγγίσει ερμηνευτικά  και αναλυτικά μία σειρά σύνθετων και πολυεπίπεδων ζητημάτων που αναδύονται για τον ρόλο  ή/και την συμμετοχή της Ανθρωπολογίας και της Λαογραφίας στις δημόσιες πολιτικές.  Εκκινώντας από την παρουσίαση εθνογραφικών παραδειγματικών περιπτώσεων συμμετοχικής  διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς θα εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι  κοινότητες κληρονομιάς συνδιαλέγονται με τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προκειμένου,  να σχεδιάσουν τις πολιτικές, να χαράξουν τις στρατηγικές και να μεθοδεύσουν τις δράσεις τους.  Για την πραγμάτωση της παραπάνω σύλληψης ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στα ερευνητικά  χρηματοδοτούμενα προγράμματα και στα προγράμματα τοπικής ανάπτυξης τα οποία, μολονότι  αποτελούν συνήθως εκφράσεις διεθνών, ηγεμονικών πολιτιστικών πολιτικών, φαίνεται να  συμβάλουν στην διαμόρφωση ιδιαίτερων ιδιοτοπικών συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων  διαπιστώνεται ότι αναπτύσσονται μοναδικά, γόνιμα πεδία συνεργειών 


Μαρούτση Θεοδοσία 

Δίκτυο Ζώσας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ο Ρόλος των Ανθρωπιστικών Επιστημών στη  Συμμετοχική διαχείριση Τοπικών Φορέων και Κοινοτήτων. 

– Υπό Ένταξη Θεματικές Ενότητες:  

• Υπάρχουν παραδείγματα τέτοιας συμμετοχικής διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς που  μπορούν να αποτελέσουν καλές πρακτικές; 

• Πώς οι διάφοροι πολιτιστικοί φορείς που επικαλούνται την πολιτισμική κληρονομιά και την  παράδοση (π.χ. πολιτιστικοί σύλλογοι, πολιτιστικοί οργανισμοί των θεσμών αυτοδιοίκησης,  χορευτικοί όμιλοι, όσοι απασχολούνται επαγγελματικά με τον τουρισμό) μπορούν να  εμπλουτίσουν τους ορίζοντές τους, ενσωματώνοντας εργαλεία, έννοιες και κριτικές αποτιμήσεις  των ευρύτερων ανθρωπολογικών σπουδών; 

Οι πολιτιστικοί φορείς, όπως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα αυτοδιοικητικά ιδρύματα, οι χορευτικές  ομάδες και οι επαγγελματίες της τουριστικής βιομηχανίας, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην  διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της παράδοσης. Οι φορείς αυτοί μπορούν να  ενισχύσουν τη συμβολή τους και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους ενσωματώνοντας  ανθρωπολογικά εργαλεία, έννοιες και κριτικές, ιδίως από ευρύτερες ανθρωπολογικές μελέτες  που εστιάζουν στην πολιτιστική βιωσιμότητα, τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη  συμμετοχή της κοινότητας.  

Η ενσωμάτωση βαθύτερης κατανόησης των αξιών και της συλλογικής ταυτότητας που  προέρχονται από τα πολιτιστικά αγαθά αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη σύνδεση της  λαογραφίας και της ανθρωπολογίας με τις δραστηριότητες των πολιτιστικών φορέων. Αυτή η  προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερες στρατηγικές πολιτιστικής διαχείρισης,  που να είναι ευαίσθητες τόσο στις εσωτερικές δυναμικές των κοινοτήτων όσο και στις εξωτερικές  επιρροές.  

Οι επαγγελματίες του τουρισμού, ιδίως όσοι ειδικεύονται στον πολιτιστικό τουρισμό, είναι  θεμιτό να αξιοποιούν τις ανθρωπολογικές κριτικές για το σχεδιασμό αυθεντικών τουριστικών  εμπειριών που σέβονται τις τοπικές κοινότητες και την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η  ενσωμάτωση ανθρωπολογικών αξιολογήσεων στις τουριστικές πολιτικές και πρακτικές  διασφαλίζει ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν αντιμετωπίζεται ως ένα απλό σκηνικό για τον  τουρισμό, αλλά εντάσσεται ενεργά σε διαδικασίες που προάγουν τη διατήρηση και την εξέλιξή  της.  

Η δικτύωση αποτελεί ένα ιδιαίτερα ισχυρό εργαλείο για την προώθηση μιας τέτοιας προσέγγισης  στους πολιτιστικούς φορείς. Τα δίκτυα επιτρέπουν τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων  ενδιαφερομένων, συμβάλλοντας καθοριστικά στην προστασία τόσο της υλικής όσο και της άυλης  πολιτιστικής κληρονομιάς. Παράλληλα, προάγουν τον βιώσιμο τουρισμό και την κοινωνική  ανάπτυξη μέσω της ενεργού συμμετοχής των τοπικών κοινοτήτων.  

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Δίκτυο Ζώσας Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελεί ένα καίριο  εργαλείο συμμετοχικής διαχείρισης και πλατφόρμα ανταλλαγής ιδεών και καλών πρακτικών.  Στόχος του Δικτύου είναι η διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των φορέων, η ανταλλαγή  ιδεών και καλών πρακτικών στη διαχείριση και ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς,  καθώς και η ενίσχυση των δεξιοτήτων και της πολιτιστικής ταυτότητας των τοπικών κοινωνιών, η  μελέτη του λαϊκού πολιτισμού με σύγχρονα εργαλεία και η από τα κάτω διαμόρφωση πολιτικών  και συνεργασιών με δημόσιους φορείς. Αρωγός, σύμβουλος και συνεργάτης στο έργο του  Δικτύου είναι η Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΔΙ.ΝΕ.ΠΟ.Κ) του Υπουργείου  Πολιτισμού, κάτω από την αιγίδα της οποίας υλοποιείται το έργο συγκρότησης του Δικτύου. Η  ενεργή συμμετοχή των φορέων και των μελών του Δικτύου Ζώσας Πολιτιστικής Κληρονομιάς έχει  εθελοντικό χαρακτήρα και είναι θεμελιωμένη στις αρχές της συνεργασίας. 


Μαρούτση Θεοδοσία, Κυριακίδης Ευάγγελος, Στεφανής Αλέξιος 

Τοπικοί Φορείς και Κοινότητες ως Θεματοφύλακες για την Προστασία και Ανάδειξη της  πολιτιστικής: Η Συμβολή της Λαογραφίας και της Ανθρωπολογίας. 

-Υπό Ένταξη Θεματικές Ενότητες:  

• Πώς οι διάφοροι πολιτιστικοί φορείς που επικαλούνται την πολιτισμική κληρονομιά και την  παράδοση (π.χ. πολιτιστικοί σύλλογοι, πολιτιστικοί οργανισμοί των θεσμών αυτοδιοίκησης,  χορευτικοί όμιλοι, όσοι απασχολούνται επαγγελματικά με τον τουρισμό) μπορούν να εμπλουτίσουν τους ορίζοντές τους, ενσωματώνοντας εργαλεία, έννοιες και κριτικές αποτιμήσεις  των ευρύτερων ανθρωπολογικών σπουδών;  

• Μπορεί η πολιτισμική κληρονομιά να αποτελέσει πεδίο αντίδρασης για την ανάπτυξη αντι ηγεμονικών σχεδίων και την αντιμετώπιση ανισοτήτων και αποκλεισμών που πυροδοτούν οι  οικονομικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές κρίσεις; 

Η ανάπτυξη των παραδοσιακών μεθόδων προστασίας των πολιτισμικών αξιών θεμελιώθηκαν  στην τοπικότητα και δοκιμάστηκαν στο χρόνο. Η επανεξέταση των πρακτικών αυτών και ο  συγκερασμός τους με σύγχρονες μεθόδους, από την ακαδημαϊκή κοινότητα αποτελεί πηγή  παραγωγής νέας γνώσης. Αν και οι σύγχρονες επιστημονικές μέθοδοι, ιδιαίτερα αυτές που  ακολουθούν και ενσωματώνουν τις τεχνολογικές εξελίξεις, έχουν τη δυνατότητα να  προστατέψουν το πολιτιστικό απόθεμα με μεγάλη επιτυχία, η εξάρτηση τους από εξοπλισμένα  με την τελευταία τεχνολογία εργαστήρια και συνεπώς η εξάρτηση από υψηλού κόστους  χρηματοδότηση δημιουργεί προκλήσεις και δυσκολίες στην άμεση αντιμετώπιση κινδύνων για  ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, κυρίως των αποθεμάτων του λαϊκού πολιτισμού  και της ζωντανής παράδοσης. Ο πολιτισμός όμως είναι μια ζωντανή διαδικασία που αφορά την  ύλη, τους ανθρώπους και τις αξίες του παρελθόντος καθώς επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο  από τις εκάστοτε συνθήκες του παρόντος. Σε αυτήν τη συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία η  συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών είναι καταλυτική στη διαρκή προστασία της και στην ανάδειξη  της ως πυλώνα ανάπτυξης και παραγωγής νέων αποθεμάτων.  

Σε αυτό το πλαίσιο η καταγραφή μιας μεθόδου για την πειραματική εφαρμογή ενός κυκλικού  μοντέλου κατά το οποίο οι τοπικές κοινωνίες θα ενεργοποιηθούν ώστε να αναδείξουν  παραδοσιακές πρακτικές και μεθόδους συντήρησης του πολιτιστικού τους αποθέματος, οι οποίες  θα εμπλουτίσουν σύγχρονές μεθόδους και σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα θα  παράξουν νέα γνώση, μπορεί να καθιερώσει μία νέα πιο ολιστική προσέγγιση για την προστασία  και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Απώτερος σκοπός αυτής της προσέγγισης είναι τα  νέα ευρήματα να ενσωματωθούν στο genius loci των υπό έρευνα κοινωνιών με δράσεις εμπλοκής  και ενεργοποίησης, ώστε οι ίδιες οι τοπικές κοινότητες να αποτελούν τον βασικό φορέα  προστασίας και ανάδειξης των υλικών και άυλων στοιχείων πολιτισμού. 

Η επίτευξη αυτής της προσέγγισης καθίσταται αδύνατη χωρίς τη συμβολή μεθόδων που  προέρχονται από τον τομέα της Λαογραφίας και της Ανθρωπολογίας, οι οποίες διερευνούν τον  τρόπο με τον οποίο οι πρακτικές στον τομέα του πολιτισμού εξελίσσονται και διατηρούνται εν  όψει επίκαιρων προκλήσεων, όπως η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση και οι  κοινωνικοοικονομικές αλλαγές. Ακόμα πιο στοχευμένα, ανθρωπολογικές μέθοδοι, όπως η  εθνογραφία, παρέχουν εις βάθος πληροφορίες για το πώς οι κοινότητες προσλαμβάνουν την  πολιτιστική τους κληρονομιά και τους τρόπους με τους οποίους επιθυμούν να εκπροσωπείται,  αλλά και να προστατεύεται.  

Στην προτεινόμενη εισήγηση θα αναδείξουμε τις μεθόδους και τα εργαλεία με τα οποία μπορούν  οι τοπικές κοινωνίες να εμπλουτίσουν δεξιότητες και γνωστικά πεδία, ενσωματώνοντας  εργαλεία, έννοιες και πρακτικές των ευρύτερων ανθρωπολογικών σπουδών, έτσι ώστε η  προσέγγιση για την προστασία του πολιτιστικού αποθέματος να διασφαλίζει ότι η προώθηση του  λαϊκού πολιτισμού και της ζωντανής παράδοσης παραμένει κοινοτικοκεντρική και τελικά  βιώσιμη. 


Μπάδα Κωνσταντίνα 

Πολιτισμοί της ορεινότητας: Ποικίλες μορφές και πρακτικές πολιτιστικής διαχείρισης.  Εθνογραφικές προσεγγίσεις και διεπιστημονικές συναντήσεις. 

Στην ανακοίνωση διερευνάται πώς βιώνουν, αντιλαμβάνονται, νοηματοδοτούν και  διαχειρίζονται το παρελθόν και την πολιτισμική, κληρονομιά του τόπου τους, δύο σύνολα  ορεινών κοινοτητων (Ζαγοροχώρια και βλαχοχώρια Τζουμέρκων (Ματσούκι). Πως επίσης  αντιδρούν στις επίσημες κυρίαρχες πρακτικές και πολιτικές διαφύλαξης και διαχείρισης της  πολιτισμικής κληρονομιάς και της τοπικής τους ιδιαιτερότητας.

Το Ζαγόρι – εκείνο τουλάχιστον το τμήμα που έχει συνδεθεί με τον τουρισμό- ως εθνογραφικό  παράδειγμα, δείχνει να ακολουθεί την αυξανόμενη τάση εμπορευματοποίησης της πολιτισμικής  παράδοσης και κληρονομιάς του. Αναλυτικότερα η κυρίαρχη πολιτιστική εικόνα και εκδοχή  πολιτιστικής ταυτότητας δείχνει να αγνοεί τις υπάρχουσες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του  τόπου και προβάλλει μια κοινή και ομογενοποιημένη ζαγορίσια κουλτούρα και ταυτότητα που  δομείται στη βάση ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος, μιας ακινητοποιημένης στο χρόνο,  «αυθεντικής» παράδοσης, μιας βαθύτατα επιλεκτικής μνήμης συλλογικότητας και μιας τάσης  αγνόησης των ιδιαίτερων ομάδων και των αναγκών τους ( εθνοτικών, επαγγελματικών,κλπ). Πρόσθετα το Ζαγόρι δείχνει να έχει ενταχθεί οριστικά στη φάση της «τριτογενοποίησης του  αγροτικού χώρου», της «μεταπαραγωγι(στι)κής υπαίθρου (post-productivistic countryside)» ή  της «μετα-αγροτικότητας». 

Στο Ματσούκι , στο μικρό βλαχοχώρι των Βόρειων Τζουμέρκων, οι κάτοικοι ως μέλη του τοπικού  πολιτιστικού συλλόγου, δρουν οι ίδιοι ως συντελεστές του τοπικού πολιτισμού της ορεινότητας,  ως ενσυνείδητοι επίσης φορείς μιας συνεχιζόμενης παράδοσης και μιας διακριτής πολιτισμικής  ταυτότητας. Αναδεικνύονται δε ως ικανοί και οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειριστούν και να  αξιοποιήσουν το πολιτισμικό απόθεμα του τόπου τους. Ως παράδειγμα καλής πρακτικής  πολιτιστικής διαχείρισης αναφέρω την πραγμάτωση της αποκατάστασης του μοναστηριακού  συνόλου της Παναγιάς της Βύλιζας που έγινε με την παρέμβαση της ίδιας της τοπικής  συλλογικότητας, την ανάπτυξη υποδομών επισκεψιμότητας, ( το μοναστήρι βρίσκεται σε μια  απόκρημνη πλαγιά του βουνού και είναι προσβάσιμο μόνο με τα πόδια) τη συντήρηση επίσης  των θρησκευτικών εικόνων και την οργάνωση επισκέψιμου σχετικού μουσειακού χώρου μέσα  στο χωριό, την οργάνωση βιβλιοθήκης, την ψηφιοποίηση των σπάνιων χειρογράφων και διάθεσή  τους στην έρευνα.  

Τα δύο, διαφοροποιημένα, ως προς τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, εθνογραφικά  παραδείγματα, δείχνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί δυναμικό πεδίο ποικίλων ,  αντιθετικών συχνά λόγων και πρακτικών διαχείρισης, Σε αρκετές δε περιπτώσεις μπορεί να  αποτελεί πεδίο ανάπτυξης αντι- ηγεμονικών στοιχείων και λόγων που αντιστρατεύονται τη  λογική της πολιτιστικής κατάστασης – πολιτιστικής οικονομίας, Στο πλαίσιο αυτό, οι Λαογράφοι  δεν μπορεί να μείνουν μακριά από τις κοινωνίες που δέχονται τις προκλήσεις της  παγκοσμιοποίησης και την ολοένα αυξανόμενη προσπάθεια συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας  στη διαδικασία διαχείρισης της πολιτιστικής, ζώσας κληρονομιάς. 


Μπουρίτη Αιμιλία 

Η συμμετοχική τέχνη σε διάλογο με την πολιτισμική κληρονομιά, την ανθεκτικότητα και τη  βιωσιμότητα της αγροτικής, αρβανίτικης κοινότητας του Ασπροπύργου. 

Η εισήγηση αναφέρεται στον μετασχηματιστικό αντίκτυπο της συμμετοχικής τέχνης στην  αγροτική, αρβανίτικη κοινότητα του Ασπροπύργου, μιας πόλης που υφίσταται ραγδαίες  κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές.  

Μέσα από το φακό των συμμετοχικών πρακτικών, η έρευνα και η πρακτική που ακολουθείται  εμβαθύνει στην ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα της κοινότητας εν μέσω των προκλήσεων που  θέτουν η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση και οι πολυπολιτισμικές αλλαγές.  Το πρόγραμμα «Αμολήi», που ξεκίνησε το 2016 και εξελίσσεται μέχρι σήμερα, χρησιμεύει ως  κεντρική μελέτη περίπτωσης, ενσαρκώνοντας τη διασταύρωση της τέχνης, του πολιτισμού και της  κοινοτικής δέσμευσης για την προώθηση του διαλόγου, τη διατήρηση της ταυτότητας και την  κοινωνικο-οικολογική βιωσιμότητα. Βασιζόμενη σε διεπιστημονικές προσεγγίσεις από τη θεωρία  και πρακτική της συμμετοχικής τέχνης, την ανθρωπολογία και την οικολογία, η εισήγηση  υπογραμμίζει τη σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, του αγροτικού τοπίου και των  καινοτόμων τεχνολογικών συνεργασιών για την ανθεκτικότητα της κοινότητας. Δίνοντας έμφαση  στη συμμετοχική μεθοδολογία, η εισήγηση αναδεικνύει το ρόλο της τέχνης στην καταλυτική  ανάπτυξη της κοινότητας, διερευνώντας τις πολύπλοκες δυναμικές μεταξύ τέχνης, τεχνολογίας  και κοινωνίας. Η έρευνα και η πρακτική του διεθνούς προγράμματος «Αμολή» συμβάλλει στη  βαθύτερη κατανόηση των δυνατοτήτων της συμμετοχικής τέχνης για την αντιμετώπιση των  παγκόσμιων προκλήσεων, προσφέροντας ιδέες για την αποτελεσματικότητά της στην ενίσχυση  της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας των κοινοτήτων. 


Νιτσιάκος Βασίλειος, «Για την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Η περίπτωση της  ‘‘κοινωνικής ληστείας’’». 

Στην εισήγηση θα αναπτυχθεί ο προβληματισμός γύρω από τη ληστεία κατά την τελευταία της φάση, δηλαδή κατά την  πρώτη τριακονταετία του 20ού αιώνα. Βάση θα αποτελέσει ένα χειρόγραφο του 1925 ενός απαχθέντος φοιτητή της ιατρικής, γόνου εύπορης οικογένειας της περιοχής Τυρνάβου, ο οποίος κρατήθηκε όμηρος για δεκαπέντε μέρες από τη «ληστοσυμμορία» των Γιαγκούλα-Μπαμπάνη στις παρυφές του Ολύμπου.


Νταλιάναϊ Βέλτα 

Η συμβολή των Διασυνοριακών ευρωπαϊκών έργων Ελλάδας- Αλβανίας στη διαχείριση της  πολιτιστικής κληρονομιάς και στα πολιτιστικά δρώμενα της ελληνικής μειονότητας της  Αλβανίας. Η περίπτωση της Φοινίκης.  

Τα διασυνοριακά προγράμματα Interreg «Ελλάδας- Αλβανίας» έχουν πάνω από μία δεκαετία που  συμβάλλουν στην συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Τα προγράμματα αυτά αποτελούν μια  γενικότερη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δημιουργήσει διασυνοριακές σχέσεις με στόχο την οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς μία  τοπική κοινότητα και ιδίως μειονοτική έχει διαχειριστεί την πολιτιστική της κληρονομία μεσώ  αυτών των προγραμμάτων. Ο δήμος Φοινίκης αποτελεί μία ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς  έχει υλοποιήσει τέσσερα έργα που αποσκοπούν στην στοχευμένη προσπάθεια προστασίας και  ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς στη διασυνοριακή περιοχή Ελλάδας- Αλβανίας.  

Αρχαίο παρελθόν, αρχαιολογικοί χώροι και εθνική ταυτότητα αναπόφευκτα τίθενται υπό  διαχείριση από τους τοπικούς φορείς, μέσω αυτών των ευρωπαϊκών έργων. Η παρούσα εισήγηση  αποτελεί μέρος της εθνογραφικής έρευνας που έχει διεξαχθεί στην ευρύτερη περιοχή, στα  πλαίσια της εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής, με τίτλο «Αρχαιολογικές εθνογραφίες στην  Αλβανία: εθνική ιδεολογία και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς». Η έρευνα αυτή  εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο κριτικής ανάλυσης της πολιτιστικής κληρονομιάς και  ειδικότερα στην αρχαιολογική κληρονομιά της μετά- σοσιαλιστικής Αλβανίας, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής. Στην συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται  μια προσπάθεια χαρτογράφησης του ασαφούς ακόμα εθνογραφικού τοπίου με τη διεξαγωγή  μιας εθνογραφικής έρευνας στις τοπικές κοινότητες, μελετώντας δημόσιους λόγους και πρακτικές, τους τρόπους εμπλοκής των τοπικών κοινοτήτων με το αρχαίο παρελθόν και πώς αυτό  επηρεάζει την σημερινή τους ταυτότητα. 


Ντούτση Ιωάννα 

Ιστορίες ασβεστοκάμινων στις δύο πλευρές του συνόρου Ελλάδας-Αλβανίας. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της παραδοσιακής τεχνολογίας των  ασβεστοκάμινων στην περιοχή της νότιας Αλβανίας και της Ηπείρου στην Ελλάδα, βάσει των  ευρημάτων τριετούς έρευνας τεκμηρίωσης: συνεντεύξεις με παλιούς ασβεστάδες και μέλη των  τοπικών κοινοτήτων, αποτυπώσεις αρχιτεκτονικών καταλοίπων της υπαίθρου και  οπτικοακουστική καταγραφή όλης της διαδικασίας σε μία από τις τελευταίες παραδοσιακές  μονάδες ασβεστοποιίας στα Βαλκάνια ανασυνθέτουν τεχνολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις  μιας πρακτικής ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, που επιβιώνει σχεδόν ατόφια από την προϊστορία. 

Οι εφήμερες ‘ασβεσταριές’, ξερολιθικές κατασκευές από καθαρό ασβεστόλιθο υπόκεινταν οι  ίδιες σε πολυήμερη καύση για την παραγωγή του ‘άσβεστου ασβέστη’ που στη συνέχεια  ‘σβηνόταν’ με νερό για να παραχθεί το τελικό προϊόν, ο ‘ασβεστοπολτός’ που χρησιμοποιείται ως  δομικό υλικό στις κατασκευές, αλλά και σε γεωργικές και οικιακές εφαρμογές. 

Το διασυνοριακό αρχείο που αναπτύχθηκε ιχνηλατεί την πρακτική των ‘ασβεσταριών’, τις  ομοιότητες και ανταλλαγές μιας κοινής παράδοσης, αλλά και την διαφορετική τροχιά που αυτή  διήνυσε στις δύο χώρες, ειδικότερα από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα. Επιδιώκει να  αποτελέσει αφετηρία για μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τις παραδοσιακές τεχνολογίες και  τη θέση τους σήμερα πέρα από στοιχεία τοπικής παράδοσης, ως ζωντανά πεδία πρακτικής και  γνώσης με πολιτισμικές και οικολογικές προεκτάσεις. Πώς μπορεί μέσα από την ουσιαστική  ζύμωση διαφορετικών πεδίων, απο την αρχιτεκτονική και την επιστήμη 

υλικών ως την ανθρωπολογία και τη λαογραφία, να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο πρίσμα  ανάγνωσης των ιστορικών πρακτικών, εκκινώντας παράλληλα την αναβίωσή τους στις περιοχές  της υπαίθρου; 

Φορέας έργου: ‘Μπουλούκι- Περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης’ Επιστημονικά υπεύθυνη: Ιωάννα Ντούτση 

Υποστήριξη: Endangered Material Knowledge Programme (ΕΜKP), Βρετανικό Μουσείο 


Οικονόμου Ανδρομάχη 

Η Νεότερη Πολιτιστική Κληρονομιά ως διαδικασία. Κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές και  διαστάσεις στο ελληνικό διατροφικό παράδειγμα. 

Αν και ο λαϊκός πολιτισμός, ιδιαίτερα των αγροτικών πληθυσμών αρχικά και στη συνέχεια των  αστικών, αποτέλεσε το κατεξοχήν αντικείμενο των λαο-εθνο-ανθρωπολογικών επιστημών από τις  απαρχές τους στο ελληνικό χώρο, η νεότερη πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί αντικείμενο  έρευνας και μελέτης της νεωτερικότητας.  

Οι διαστάσεις της νεότερης, υλικής και άυλης, πολιτιστικής κληρονομιάς μελετώνται στην  παρούσα ανακοίνωση στο διαμορφούμενο θεωρητικό λόγο και τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις,  στο πλαίσιο της εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων της UNESCO για την προστασία και  διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από τη δραστηριοποίηση παλαιών και νέων  δρώντων (τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι, ΜΚΟ, πολιτιστικοί οργανισμοί και εταιρείες, δημόσιες  υπηρεσίες, επιχειρηματίες τουρισμού κ.ά) και τις εφαρμοσμένες διαχειριστικές πολιτικές και  πρακτικές. 

Τα παραπάνω θα διερευνηθούν μέσα από την ανάλυση του αγροδιατροφικού παραδείγματος  που έχει αποτελέσει αντικείμενο τόσο λαογραφικής-ανθρωπολογικής όσο και διεπιστημονικής  προσέγγισης (σπουδών διατροφής, πολιτισμικής γεωγραφίας πολιτιστικής διαχείρισης, γεωπονίας, κ.ά). Η αγροδιατροφή, ως διαδικασία και επιτέλεση στοιχείων της νεότερης  πολιτιστικής κληρονομιάς, αναδεικνύει κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα και αξίες για την  κατανόηση και ερμηνεία τοπικών, φυσικών και πολιτισμικών, ιδιαιτεροτήτων, ταυτότητας,  διαμόρφωσης του τοπίου, οικονομικής αξιοποίησης, τουριστικής ανάδειξης κ.ά. 


Παναγοπούλου Κατερίνα  

ΟΙ ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΑ. Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ  ΠΟΠ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ.  

Ένα από τα πιο δημοφιλή επίκαιρα θέματα συζήτησης είναι το φαινόμενο της έξαρσης της  δημοφιλίας ενός τρόπου διασκέδασης –κυρίως από τους νέους- που από τους περισσότερους,  εσπευσμένα, ονομάστηκε «επιστροφή στην παράδοση». Πανηγύρια, γλέντια, συναυλίες, νέες  περιστάσεις με «αυθεντικά» ή «πειραγμένα» παραδοσιακά ρεπερτόρια μετατόπισαν μια  συζήτηση από το λαογραφικό περιβάλλον των ακαδημαϊκών και των συλλόγων στους τοίχους  των ΜΚΔ και στις ιντερνετικές δημοσιογραφικές σελίδες κύκλων που βρίσκονταν ως τώρα έξω  από τον χώρο του λαϊκού πολιτισμού. Μόνη αυτή η μετατόπιση δηλώνει μια ποπ μετάλλαξη  στοιχείων της Παράδοσης, που εκτείνεται πολύ πέρα από τον τρόπο διασκέδασης -που απλά  κάνει τον πολύ θόρυβο-, φτάνει έως μια πρόταση εναλλακτικού τρόπου ζωής και κατασκευής  εαυτού.  

H διαδικασία της ανακάλυψης του παρελθόντος ως τρόπος κατασκευής του παρόντος είναι ένα  σύγχρονο λαογραφικό ζήτημα. Που επαναπροσδιορίζει και αυτή την έννοια της πολιτιστικής  διαχείρισης, όταν ο πολιτισμός μετατρέπεται από κληρονομιαία περιουσία (έτοιμο κεφάλαιο)  του λαού σε σταδιακή αποταμίευση (χτίσιμο νέου κεφαλαίου) του ατόμου. Ο σύγχρονος  άνθρωπος ταυτόχρονα εφευρίσκει και ανακαλύπτει σε αμφίβολη χρονική σειρά. Οι σύλλογοι δε  διαδραματίζουν απλά ρόλο στην κατασκευή της ηγεμονικής εικόνας της Παράδοσης μέσα από  μετάδοση γνώσης και αναπαραστάσεις. Συμμετέχουν στη διαχείριση συμβολικών κεφαλαίων, τα  οποία εισάγονται μαζικά τόσο «από τα πάνω», όσο και από τα μέλη τους, που πια δεν έρχονται  μόνο να «μάθουν χορό». Οι σύλλογοι δεν ασκούν μόνο πολιτικές. Γίνονται οι ίδιοι πεδία άσκησης  πολιτικής. Όχι όμως ερήμην τους.  


Παπαδοπούλου Μελίνα, Βασιλάκης Κωνσταντίνος 

Στην άκρη, στο Καπέσοβο. 

Η ένταξη του Ζαγορίου στην UNESCO, ως πολιτιστικό τοπίο, σηματοδοτεί μία νέα εποχή  πολιτιστικής ανάδειξης και διαχείρισης πυροδοτώντας μία σειρά από δημόσιες και ιδιωτικές  πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή. Η πρόταση που παρουσιάζεται στην εισήγηση αφορά  συγκεκριμένα το Καπέσοβο, έναν από τους τρεις ανέπαφους οικισμούς, κατά την Εφορεία  Νεότερων Μνημείων και αποτελεί μία πρωτοβουλία του πολιτιστικού συλλόγου Καπεσόβου  ‘Αλέξης Νούτσος’ για συμμετοχή του στο πρόγραμμα χρηματοδότησης ‘Δημιουργική Ελλάδα’ του  Υπουργείου Πολιτισμού. Έχοντας ως επίκεντρο την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του Καπεσόβου, ως  μνημειακό σύνολο, χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες για να δημιουργήσει μια εφαρμογή που  θα επιτρέπει στον επισκέπτη να περιηγηθεί στον οικισμό, σε μια κατευθυνόμενη (curated)  πολιτιστική διαδρομή, εμπλουτισμένη με αναφορές, πληροφορίες αρχιτεκτονικές, ιστορικές,  κοινωνιολογικές αλλά και διηγήσεις με την μορφή αναμνήσεων των κατοίκων του. 

Η δίγλωσση (ελληνικά-αγγλικά), εφαρμογή της πρότασης θα είναι διαθέσιμη σε οποιονδήποτε  επισκέπτη και θα στοχεύει στη διατήρηση της άυλης πολιτιστικής κληρονομίας αλλά και στην  αυτονομία της περιήγησης με συμπερίληψη (ως ψηφιακός ηχητικός οδηγός) των ατόμων με  οπτικές αδυναμίες. Έχει πραγματοποιηθεί από τα δύο μέλη του συλλόγου- εισηγητές στο  συνέδριο και μόνιμους κατοίκους του οικισμού που συνέλαβαν την ιδέα και στηρίζεται σε  νοηματικό σχεδιασμό που συνάδει με τις αρχές σχεδιασμού της επιστήμης της Μουσειολογίας  αλλά και σημειακές περιγραφές φωτογραφικού ενδιαφέροντος , δίνοντας επιπλέον επιλογές  στην πολιτιστική περιήγηση στοχευμένου ενδιαφέροντος. Η τεχνολογική επένδυση της πρότασης  πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία arx.net, ενώ οι πληροφορίες για τα κτίρια στηρίζονται ως  πρωτόλειο υλικό και στην έκδοση του βιβλίου του Ελβετού αρχιτέκτονα Manuel Baud Bovy, που  περιέχει επιπλέον στοιχεία για κτίρια που σήμερα δεν υπάρχουν καθώς η μελέτη του  πραγματοποιήθηκε το 1959. Η βαρύτητα της μελέτης αυτής επισημαίνεται και από το  Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων που αποφάσισε την έκδοσή του ‘στα πλαίσια της συνεισφοράς τους στη  θεμελίωση της Αρχιτεκτονικής Σχολής, πιστεύοντας πως θα αποτελέσει μια παρακαταθήκη τόσο  για το Πανεπιστήμιο τους, όσο και για τους φοιτητές και ερευνητές που θα ασχοληθούν στο  μέλλον με την Αρχιτεκτονική της Ηπείρου και ιδιαίτερα του Ζαγορίου’.( Καθηγητής Γεώργιος  Π.Παπαγεωργίου, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,2010). 


Πασχάλη Θεανώ 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ. Συμμετοχική δράση του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής  

Ο Μπουκλουτζάς, το ιστορικό ποτάμι της Κομοτηνής, αποτελούσε για αιώνες ολόκληρους το  εμβληματικό τοπόσημο της πόλης. Οι δύο όχθες του ενώνονταν με δεκαέξι γέφυρες, που η κάθε  μια είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι καταστροφικές πλημμύρες του 1960 και του 1961  οδήγησαν τους ιθύνοντες, αρχικά, στην απόφαση της εκτροπής της κοίτης του και στη συνέχεια  στην οριστική επιχωμάτωσή του. Μαζί του καταστράφηκαν και οι γέφυρές του, αλλά και η  μοναδική φυσιογνωμία που προσέδιδε στην πόλη της Κομοτηνής. 

Το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής συμμετέχοντας στο Πρόγραμμα «Tale of X Cities», διοργάνωσε τη  συμμετοχική δράση Ανθρώπινο Ποτάμι. Καταγράφηκαν μαρτυρίες κι αναμνήσεις ανθρώπων που  έζησαν το ποτάμι, από αυτούς που έπαιζαν σαν παιδιά μέχρι τον υπεύθυνο μηχανικό της  οριστικής επιχωμάτωσής του. Τα βίντεο προβλήθηκαν στα παιδιά των δημοτικών σχολείων που  ζωγράφισαν το ποτάμι και οι ζωγραφιές τους μπήκαν για ένα μήνα στις βιτρίνες των 136  επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη διαδρομή του ποταμιού μήκους 2,9 χλμ.. Μαθητές των γυμνασίων έφτιαξαν βίντεο με μαρτυρίες δικών τους ανθρώπων. Η αποκορύφωση της  δράσης ήταν στις 14 Νοεμβρίου του 2021 οπότε το Ανθρώπινο Ποτάμι που δημιουργήθηκε από  δεκάδες ανθρώπους, ξεκίνησε την πορεία του από τον χώρο που διεξάγεται σήμερα η λαϊκή  αγορά, και διέτρεξε, όπως ο Μπουκλουτζάς, όλη την πόλη. 

Το Ανθρώπινο Ποτάμι αποτελεί μια καλή πρακτική συμμετοχικής δράσης με αφορμή τη μνήμη  και πως αυτή μπορεί να κινητοποιήσει δημιουργικά και μαζικά τους ανθρώπους ενός τόπου. Πως  το παρελθόν μπορεί να ζωντανέψει με διάφορους ελκυστικούς τρόπους, για να υπάρξει η  συμμετοχή και η συνέργεια ανθρώπων απ’ όλες τις ηλικίες.  


Πεντάζου Ιουλία, Γεωργίου Γιάννης 

Ηχοτοπία της μνήμης και η επιτελεστική δυναμική της ψηφιακής τεχνολογίας: Δημόσια  Ανθρωπολογία και βιωματική προσέγγιση της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς στη  Δημητσάνα. 

Στη σύγχρονη εποχή, η άυλη πολιτισμική κληρονομιά αποτελεί ένα αναγνωρισμένο και κοινώς  αποδεκτό πεδίο χάραξης πολιτικών για τον πολιτισμό, καθώς συνδέεται με το αιτούμενο της  βιώσιμης ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών, στόχος που ενισχύεται από τις δυνατότητες της  ψηφιακής τεχνολογίας. Στο πλαίσιο της δημόσιας ανθρωπολογίας, η δημιουργία ψηφιακών  πολιτισμικών προϊόντων μπορεί να υπηρετήσει πολλαπλούς στόχους: την ανάπτυξη του  πολιτιστικού τουρισμού, τη διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς, τη διάχυση επιστημονικών  μεθοδολογιών και γνώσεων, καθώς και συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην υλοποίηση αυτών  των προϊόντων.  

Η ανακοίνωση παρουσιάζει ως μελέτη περίπτωσης τη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης  ενός ηχητικού περιπάτου στη Δημητσάνα, αναδεικνύοντας την επιτελεστική δυναμική της πολιτισμικής τεχνολογίας στο πλαίσιο της δημόσιας ανθρωπολογίας. Ο ηχητικός περίπατος,  διαθέσιμος μέσω εφαρμογής για κινητές συσκευές, προσφέρει στους επισκέπτες τη δυνατότητα  να περιηγηθούν στην πόλη ακούγοντας προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων, δίνοντας έμφαση  στην κοινωνική ζωή και τις προσωπικές ιστορίες. Το υλικό αντλείται από ανθρωπολογική έρευνα  (Διατριβή Γιάννη Δρίνη, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), περιλαμβάνοντας αρχεία προφορικών  μαρτυριών και πρωτότυπες φωτογραφίες, ενώ η δημιουργία του ψηφιακού περιεχομένου έγινε  από το Εργαστήριο Πολιτισμού και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και η  υλοποίηση από την εταιρία ανάπτυξης λογισμικού Encodica. 

Η ανακοίνωση αναλύει τα στάδια υλοποίησης του έργου ως παραδείγματος καλής πρακτικής στο  πεδίο της Ψηφιακής Πολιτισμικής Κληρονομιάς, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνεργασίας  μεταξύ ακαδημαϊκών, πολιτιστικών και επιχειρηματικών φορέων, καθώς και της ενεργούς  συμμετοχής της τοπικής κοινότητας στην ανάδειξη της πολιτισμικής της ταυτότητας. 


Πλατής Κωνσταντίνος  

Τι Δουλειά Έχει ο Λαογράφος στο Πανηγύρι; – Τουρισμός και τοπική πολιτισμική κληρονομιά.  Παράδοση, αυθεντικότητα και τουριστικό φολκλόρ στο Μαστιχάρι της Κω.

Στην παρούσα εισήγηση, θα παρουσιαστούν αναμνήσεις και αναστοχασμοί του γράφοντος από  επιτόπια έρευνα στο Μαστιχάρι, έναν μικρό παραθαλάσσιο οικισμό της Κω, απόλυτα ενταγμένο  στους μηχανισμούς της “τουριστικής βιομηχανίας”. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε πώς  ανανοηματοδοτούνται διαρκώς σημαίνοντα στοιχεία της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τόσο  από την πολυπολιτισμική μαστιχαριώτικη κοινότητα, όσο και από τους τουρίστες – επισκέπτες. Το  Μαστιχάρι, λόγω της διαμόρφωσης της οικονομικής του βάσης από το κυρίαρχο τουριστικό  προϊόν, αλλά και τη στενή σύνδεσή του με τις μεταναστευτικές εισροές και εκροές, αποτελεί ένα  εθνοτοπίο, όπως θα το όριζε ο Appadurai, απόλυτα ενταγμένο στο παγκόσμιας κλίμακας πλέγμα  αποεδαφοποιημένων οικονομικοοκοινωνικών και πολιτισμικών ανταλλαγών. Οι ιμπεριαλιστικές  σχέσεις παραγωγής, εντός των οποίων αναπτύσσεται, επιδρούν σαφώς στο πολιτισμικό του  εποικοδόμημα. 

Ως εθνογραφικά παραδείγματα, αξιοποιούνται οι τοπικές επιχειρήσεις εστίασης, αλλά και η  ετήσια «Γιορτή Καλοκαιριού», που διοργανώνεται στον οικισμό, με ευθύνη της δημοτικής αρχής.  Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε τη διαχείριση και την προβολή των ιδεών της «ελληνικότητας»,  της «νησιωτικότητας», αλλά και της «επαρχιακότητας». Θα αναδείξουμε ιδιαίτερα πώς αυτές οι  όροι αυτοί υλοποιούνται, μέσα από ιδιαίτερα στοχευμένες σκηνοθετικές επιλογές  αναπαράστασης, που στοχεύουν στο σύνολο σχεδόν των αισθήσεων. Θα δούμε ιδιαίτερα πώς η  ταβέρνα στο Μαστιχάρι, όπως και η «Γιορτή Καλοκαιριού», αποτελούν ένα οριακό σημείο  συνάντησης του τοπικού με το παγκόσμιο, περιπεπλεγμένων ακατάλυτα, σε ένα ενιαίο διαλεκτικό  σύμπλεγμα. Τελικά, θα εξετάσουμε ποια είναι η θέση και ο ρόλος του επιστήμονα λαογράφου, σε  αυτό το πολύμορφο σύμπαν αναπαραστάσεων, κατασκευών, αναπροσδιορισμών της ταυτότητας. 


Πολυζούδη Αρχοντία 

Τοπία μνήμης (memoryscapes) και αρχαιολογικές αφηγήσεις. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις της  Πολιτισμικής Κληρονομιάς στη Χαλκιδική. 

Μια βιώσιμη σύγχρονη πολιτιστική πολιτική είναι σημαντικό να χαρακτηρίζεται από ευρύτητα  στην προσέγγιση του απώτερου και πρόσφατου πολιτιστικού περιβάλλοντος. Θα πρέπει να  ενσωματώνει σχεδιασμούς και στρατηγικές ευέλικτες και ολιστικές, που θα σέβονται τη διαφορετικότητα και την πολυπλοκότητα των πολιτιστικών αγαθών, προκειμένου να προσφέρει  βιωσιμότητα και ποιότητα ζωής.  

Ερμηνευτικές προσεγγίσεις που αναδεικνύουν τον ενεργό ρόλο των τοπικών κοινοτήτων σε  θέματα αξιοποίησης, τεκμηρίωσης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη σύνδεση της  τοπικής, συλλογικής μνήμης με το φυσικό, ιστορικο-αρχαιολογικό περιβάλλον, στο οποίο  δραστηριοποιούνται οι κοινότητες, καθώς και τη διασύνδεση της άυλης με την υλική πολιτιστική  κληρονομιά, είναι βιώσιμες και ολοκληρωμένες. 

Μέσα από περιπτώσεις καλών πρακτικών πολιτιστικής διαχείρισης και ανάδειξης μνημείων της  Χαλκιδικής, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να συμβάλλει στη συζήτηση για την  αναγκαιότητα μία ευρύτερης και πολυεπίπεδης ερμηνευτικής προσέγγισης του πολιτιστικού  αποθέματος, διαμορφώνοντας, έτσι, συγκεκριμένα κριτήρια βιώσιμης πολιτιστικής πολιτικής και  τοπικής ανάπτυξης, που θα ενισχύουν την εξωστρέφεια, τη διακριτή πολιτιστική ταυτότητα και  την έντονη πολιτιστική δράση. 

Η Δρ Αρχοντία Πολυζούδη είναι αρχαιολόγος. Σπούδασε αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο  Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές  (Mphil) και διδακτορικές (PhD) σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Department of  Archaeology. Εργάζεται για χρόνια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού,  Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους και συνεργάζεται με Πανεπιστήμια ως  διδάσκουσα. Tα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στη θεωρία της αρχαιολογικής  έρευνας, των μουσείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, μουσειακές εκπαιδευτικές και  ψηφιακές αφηγήσεις, σημειωτική και πολιτιστική κληρονομιά, ερμηνευτική και θεωρίες του  χώρου, υλικός πολιτισμός και ιστορικό περιβάλλον. 


Ποτηρόπουλος Παρασκευάς

Πολιτισμική κληρονομιά, «λαογραφικό κεφάλαιο» και τουρισμός: Η διαχείριση του παρελθόντος και η «στράτευση» της Λαογραφίας στις αναπτυξιακές πολιτικές.

Η κυριαρχία της κληρονομιάς στον δημόσιο λόγο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ανάδυσης της σημασίας  του πολιτισμού, της αυτονόμησης και της ανάδειξής του ως αυταξίας, παράλληλα με τον ολοένα αυξανόμενο ρόλο που διαδραματίζει ως πόρος και μέσο οικονομικής ανάπτυξης και κυρίως ως καταναλωτικό προϊόν της παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής βιομηχανίας.

Αφορμή για τη συγκεκριμένη ανακοίνωση στάθηκε η Διαβούλευση του νέου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό και της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και ιδιαίτερα η στοχοθέτηση που αφορά την «Αναβάθμιση και προβολή του μουσειακού, μνημειακού, αρχαιολογικού και λαογραφικού κεφαλαίου της χώρας, με προτεραιότητα στις Αναπτυσσόμενες Περιοχές, τις Περιοχές με Δυνατότητες Ανάπτυξης  και τις Μη Αναπτυγμένες Περιοχές … με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας  του τουρισμού, την αύξηση της δυναμικής του και την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου». Η συγκεκριμένη αναφορά έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς πολιτικών που αφορούν την ανάδειξη του «μοναδικού αποτυπώματος» της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, την προβολή του πολιτιστικού πλούτου της χώρας και τη διάχυση του ανεξάντλητου πολιτιστικού αποθέματος στην εγχώρια και διεθνή τουριστική αγορά.

Η ανακοίνωση με αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα τοπικών αναπτυξιακών εγχειρημάτων με άξονα τον λαϊκό πολιτισμό και σε σχετικά επιμορφωτικά σεμινάρια, επιχειρεί μια κριτική προσέγγιση σε αντιλήψεις που εκλαμβάνουν το σύνολο των  πολιτισμικών πρακτικών, ηθών, πεποιθήσεων, αντιλήψεων μιας ομάδας ως απόθεμα, αγαθό και ταυτόχρονα κεφάλαιο για αξιοποίηση, οικονομική, πολιτική και πρωτίστως ιδεολογική. Επίσης προσεγγίζει κριτικά τη διαχείριση του παρελθόντος με πρακτικές που προκρίνουν τον μνημειακό χαρακτήρα της παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού, και αναζητούν χωρίς αναφορά στην ιστορικότητα, τη συνέχεια των λαογραφικών φαινομένων. Τέλος εξετάζει τους ρόλους που καλούνται να επιτελέσουν οι επιστήμονες σε αναπτυξιακές δράσεις που είναι τελικά αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών.


Ριτζούλη Κατερίνα, Σπανός Βασίλης 

Η λιθοξοϊκή τέχνη των Μεταξάδων Έβρου: πολιτιστική κληρονομιά και δυναμική ανάπτυξη σε  παραμεθόρια περιοχή. 

Ο οικισμός των Μεταξάδων στον Νομό Έβρου αποτελεί ένα παράδειγμα παραμεθόριας περιοχής  με σημαντική πολιτιστική και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη  Βουλγαρία και είναι γνωστός για την παράδοσή του στην εξόρυξη και επεξεργασία τοπικού ηφαιστειακού λίθου, ο οποίος έχει διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην αρχιτεκτονική ταυτότητα της  περιοχής. 

Από τον 17ο αιώνα, οι κάτοικοι των Μεταξάδων αξιοποίησαν τον τοπικό λίθο για την κατασκευή  κτηρίων υψηλής αισθητικής και ανθεκτικότητας, με τις παραδοσιακές τεχνικές λιθοξοϊκής να  εξελίσσονται σε μία εξαιρετικά εξειδικευμένη τέχνη. Η ιδιαίτερη οικοδομική τους είναι εμφανής  στη μνημειακή και κοσμική αρχιτεκτονική της περιοχής. 

Η λιθοξοϊκή τέχνη των Μεταξάδων, που πλέον έχει ενταχθεί στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά  της Ελλάδας (2019), αναδεικνύει τη σημασία της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας και την  ανάγκη για προστασία των παραδοσιακών κτισμάτων που απειλούνται από τη φθορά της  εγκατάλειψης. Η τοπική κοινωνία, με την αγάπη της για την παράδοση και τη δέσμευσή της στη  διατήρηση και προβολή της πολιτιστικής της ταυτότητας, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην  αναγνώριση και προώθηση αυτής της μοναδικής τέχνης. 

Αυτή η εργασία εξετάζει σενάρια ανάδειξης του οικισμού ως τουριστικού προορισμού, με έμφαση  στην αξιοποίηση, μεταξύ άλλων, της λιθοξοϊκής τέχνης για τη δημιουργία μιας ισχυρής τοπικής  ταυτότητας μέσω της ενεργής εμπλοκής της «πρόθυμης» τοπικής κοινωνίας. Η μελέτη  επικεντρώνεται στη δυνατότητα δημιουργίας ενός καινοτόμου πολιτιστικού προϊόντος ανάπτυξης  (place branding) συνδυάζοντας αρκετές μορφές ειδικού τουρισμού με βασικό μέλημα τη βιώσιμη  ανάπτυξη και αντιμετώπιση χρόνιων θεμάτων της παραμεθορίου, όπως η ανεργία και η  δημογραφική γήρανση, προσφέροντας νέες ευκαιρίες ανάπτυξης και ενίσχυσης της τοπικής  οικονομίας. 


Σβάνας Απόστολος 

Δύο έθιμα της αγροτικής λαϊκής λατρείας προς ένταξη στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής  Κληρονομιάς της Ελλάδας. Η εμπειρία της Μητρόπολης Καρδίτσας. 

Η Μητρόπολη ( Παλιόκαστρο) είναι ένα χωριό του Νομού Καρδίτσας. Από τα έθιμα του κύκλου  της ζωής και του κύκλου του χρόνου ξεχωριστή σημασία για την τοπική κοινότητα έχουν το έθιμο  του Δωδεκαημέρου <<Ρογκάτσια>> και το θρησκευτικό έθιμο του <<Άη Γιώργη>>. Στην παρούσα  ανακοίνωση καταγράφω την εμπειρία από την προσπάθεια που ανέλαβα ως πρόεδρος του  Μορφωτικού Συλλόγου Μητρόπολης, προκειμένου τα δύο παραπάνω έθιμα να ενταχθούν στο  Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Η δημοσιότητα που έχουν πάρει  τα τελευταία χρόνια, τόσο ο όρος Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά όσο και το Εθνικό Ευρετήριο  ενεργοποίησαν και τους κατοίκους της Μητρόπολης, καθώς θεωρούν ότι η ένταξη στο Εθνικό  Ευρετήριο θα βοηθήσει στη διαφύλαξη και τη μεταβίβαση των εθίμων στις επόμενες γενιές. 


Σδούκος Παναγιώτης 

Η ζωντανή κληρονομιά του δημοτικού τραγουδιού στις σύγχρονες παραστατικές τέχνες:  προκλήσεις & πολιτιστική διαχείριση. 

Η παρούσα έρευνα εξετάζει την σχέση του δημοτικού τραγουδιού με τις σύγχρονες παραστατικές  τέχνες σε ένα δημιουργικό πλαίσιο διαχείρισής του ως πολύτιμου αγαθού πολιτισμικής  κληρονομιάς. Ερμηνεύει τους λόγους για τους οποίους ερευνούμε το δημοτικό τραγούδι πάντα  μέσα από τις επιτελέσεις του, διότι α) σημαίνεται στα δρώμενα του αναφορικά με τις κοινότητες  όπου -μέσω των σωματικών και άρα παραστατικών δράσεων- τελεσιουργείται το «είναι» τους  και η πολιτισμική τους μνήμη, ενώ β) σε δεύτερο χρόνο ερμηνεύεται ευρηματικά ως παραστατική  τέχνη και ως είδος θεάματος σε σύγχρονες καλλιτεχνικές παραγωγές. Σε αυτήν την διαδρομή – από την ύπαιθρο στην σκηνή- επισημαίνονται όψεις πολιτισμικής διαχείρισης και προκλήσεις,  όπως η αποπλαισίωση του δημοτικού τραγουδιού από το πολιτισμικό χωρο-χρονικό του  περιβάλλον και η ένταξή του σε νέα εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά πεδία δράσης [performance art]. Μέσα από παραδείγματα σύγχρονων παραστάσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων  έρευνας, διδασκαλίας και performance του δημοτικού τραγουδιού, η έρευνα επιδιώκει να  παρουσιάσει μεθοδολογίες και εργαλεία καλλιτεχνικών ερευνών [και μετέπειτα παραστάσεων],  που έδειξαν ότι είναι αναγκαία προϋπόθεση ο καλλιτέχνης-ερευνητής α) να εμβιώνει το δημοτικό τραγούδι και τις επιτελέσεις στον τόπο του με επιτόπιες αυτο-εθνογραφικές έρευνες  και β) να συνεργάζεται και με άλλους εθνογράφους ερευνητές, οι ανθρωπολογικές εκτιμήσεις  των οποίων θα εμπλουτίσουν περαιτέρω τους ορίζοντές του για περαιτέρω δημιουργικό δικό του  έργο. Η έρευνα φιλοδοξεί να τηρηθούν οι προϋποθέσεις συνεργασίας μεταξύ των κοινοτήτων,  των ανθρωπολόγων και των καλλιτεχνών σε πλαίσια αναστοχαστικά και καλώς διαχειρίσιμα με  βιώσιμα αποτελέσματα για τις κοινότητες μέσω ερευνητικών-εκπαιδευτικών προγραμμάτων και  δημιουργικών πρακτικών χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  


Σιδέρη Ελένη 

Δίκτυα γυναικών ως κληρονομιά αγώνα και δημόσιας αναγνώρισης. Πολιτιστική Κληρονομιά  και Μνήμη στη Γεωργία. 

To nutsa@ αποτελεί το όνομα χρήστη της εγγονής της Νούτσα Γογομπερίτζε, Σάλομε Αλέξι, στο  Ινστιτούτο Γεωργιανού Σινεμά, το οποίο ιδρύθηκε ως απάντηση μετά από μήνες αγώνα και  καταγγελιών κατά της ρωσόφιλης γεωργιανής κυβέρνησης από γεωργιανούς/ες  κινηματογραφιστές/τριες για προσπάθεια χειραγώγησης του χώρου του πολιτισμού μέσω των  Ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων (MEDIA). 

Η παρουσίαση μου θα εξετάσει την οικογένεια Γογομπερίτζε, ειδικά τη Λάνα Γογομπερίτζε (1928- ), σκηνοθέτη, και θα εξερευνήσει τους τρόπους μέσα από τους οποίους η εμπειρία των τραγωδιών  (εξορία στις Σταλινικές διώξεις του 1937, ορφάνια) αλλά και της σοβιετικής γυναικείας  χειραφέτησης μετατρέπονται σε οικογενειακή μνήμη και καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και  διεκδίκηση μέσα από τη διαμόρφωση γυναικείων και υπερεθνικών δικτύων. Την ίδια στιγμή όμως  οι εμπειρίες αυτές γίνονται και πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας που από το 1991 και μετά  προσπαθεί να επανεφεύρει το παρελθόν και τη μνήμη της. 

Η εργασία μου θα προσεγγίσει την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς ως ένα πεδίο ανάπτυξης  διαφορετικών λόγων (ηγεμονικών/ αντι-ηγεμονικών, φεμινιστικών λόγων, λόγοι εξευρωπαϊσμού)  που διαμόρφωσαν τη μετασοβιετική γεωργιανή μνήμη και γνωρίζουν συνεχιζόμενους  μετασχηματισμούς μέχρι και σήμερα. Παράλληλα θα αναδείξει τους τρόπους που μια  πολυτροπική εθνογραφία μπορεί να αναδείξει αυτούς τους διαφορετικούς και αντικρουόμενους  λόγους.  


Σολομών Εσθήρ 

Λαογραφικά μουσεία, κοινότητες και άυλη πολιτιστική κληρονομιά: όψεις μίας δημόσιας  λαογραφίας. 

Συνηθίζουμε να θεωρούμε τα λαογραφικά μουσεία χώρους διαφύλαξης και έκθεσης υλικών  πολιτισμικών μαρτυριών, χώρους νοσταλγικούς, προβλέψιμους, και συχνά, παγωμένους στο χρόνο. Η έννοια της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και η εμπλοκή της στις μουσειολογικές  σπουδές θέτουν νέα και σημαντικά ζητήματα επιστημολογικού και πρακτικού χαρακτήρα όσον  αφορά τις διαδικασίες της μουσειακής λειτουργίας (συλλογή, τεκμηρίωση, συντήρηση, έκθεση  και εκπαίδευση) αλλά και τις ερευνητικές παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τη σχέση ανάμεσα  στο μουσείο, τον ερευνητή και τις κοινωνικές ομάδες που σχετίζονται με την εκάστοτε  (χαρακτηρισμένη ως προστατευόμενη) κατηγορία πολιτιστικής κληρονομιάς. Ποια είναι η θέση  των τοπικών λαογραφικών μουσείων όσον αφορά ζητήματα αναπαράστασης της  τοπικότητας, την “κατασκευή” παραδόσεων και τη μετα-αποικιακή κριτική σχετικών  προσεγγίσεων της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς; Υπάρχουν άραγε τρόποι να αλλάξουμε τα  τοπικά λαογραφικά μουσεία, να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του κοινού αλλά και την  ουσιαστική εμπλοκή των κοινοτήτων που τα στηρίζουν; Μέσα από μια σειρά διεθνών και  ελληνικών παραδειγμάτων, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τις δυνατότητες επικαιροποίησης  του ρόλου των λαογραφικών μουσείων, τις τάσεις σύνδεσής τους με τις τοπικές κοινωνίες, τη  σχέση τους με την προφορική ιστορία, τη σύγχρονη τέχνη και τον ακτιβισμό αλλά και τη συμβολή  τους σε μορφές ενναλακτικού τουρισμού και κοινωνικής συνύπαρξης στο πνεύμα μίας δημόσιας  λαογραφίας που εμπνέεται και βασίζεται στη μουσειολογική και εθνογραφική έρευνα. 


Σορώτου Αφροδίτη, Rami Zurayk 

«Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν»: η άυλη πολιτισμική κληρονομιά των Βεδουίνων του  Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας γίνεται. 

«Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν» είναι μια φράση που επαναλαμβανόταν συνεχώς κατά  την προσπάθεια μας να καταγράψουμε τον άυλο πολιτισμό των Βεδουίνων του Λιβάνου, της  Παλαιστίνης και της Ιορδανίας. Το έργο Cultural Corridors of Peace (https://culturalcorridors.net/the-cultural-corridors-project/) ξεκίνησε ως μια πρωτοβουλία  καταγραφής και διάσωσης των παραδόσεων, των εθίμων και των αξιών των κοινοτήτων των  Βεδουίνων που χάνονται, και κατέληξε, με επικεφαλής τους ίδιους πια, να αποτελεί μέσον  ζωτικής σημασίας για την προώθηση του αυτοπροσδιορισμού τους σε σχέση με τη νέα τάξη  πραγμάτων που τους περιβάλει εδώ και μερικές δεκαετίες: στο Λίβανο απέναντι στην  κατακερματισμένη κυβέρνηση που αγνοεί την ύπαρξη τους, στην Ιορδανία ως απάντηση στον μη  βιώσιμο τουρισμό και στην Παλαιστίνη ενάντια στην κατοχή και την καταπίεση του Ισραήλ.  

Το έργο χρησιμοποιεί μεθόδους προφορικής ιστορίας (storytelling), που είναι άλλωστε και ο  κατεξοχήν τρόπος μετάδοσής γνώσεων από τη μια γενιά στην άλλη, για να συλλάβει τη ζώσα  παράδοση και ιστορία των Βεδουίνων μέσω συνεντεύξεων, αφήγησης ιστοριών, ηχογραφήσεων,  βίντεο και φωτογραφίας (photovoice). Δημιουργεί έτσι ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο αρχείο που  χρησιμεύει ως πολύτιμος ακαδημαϊκός πόρος αλλά κυρίως ως τράπεζα διάσωσης όσων θέλουν  να διατηρήσουν οι ίδιοι οι Βεδουίνοι. 

Στην παρουσίαση μας θέλουμε να αναδείξουμε πως οι δραστηριότητες που σχεδιάζονται και  αναπτύσσονται μαζί με τις κοινότητες αυτές, τους προσφέρουν μια πλατφόρμα ουσιαστικής  συμμετοχής στην πολιτισμική διατήρηση, διαχείριση και προώθηση της ταυτότητας τους. Επίσης  το πως η συμμετοχή των Βεδουίνων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτισμικών  εκδηλώσεων, εκθέσεων και εργαστηρίων τους δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθούν ως οι κύριοι  φορείς της κληρονομιάς τους χωρίς μεσάζοντες ενισχύοντας έτσι την αίσθηση της υπερηφάνειας  τους και του ανήκειν. 

Το έργο διευκολύνει τη συμμετοχή ηλικιωμένων και ηγετών των φυλών τους (Sheikhs of the tribes) και το διάλογο αυτών με τις νεότερες γενιές. Αυτό εξασφαλίζει τη χρονική συνέχεια των  πολιτισμικών πρακτικών, ενισχύοντας τους δεσμούς της κοινότητας. 

Επιπλέον, η έμφαση στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά και στις διεθνούς χαρακτήρα  δραστηριότητες που καθοδηγούνται από τις κοινότητες αυτές προωθεί τον διαπολιτισμικό  διάλογο και την κατανόηση μεταξύ διαφορετικών λαών. Προβάλλοντας τις παραδόσεις τους, οι  κοινότητες των Βεδουίνων δημιουργούν ευκαιρίες για διαπολιτισμική ανταλλαγή, προωθώντας  τον αμοιβαίο σεβασμό, την ανοχή και την ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή.


Στάρα Καλλιόπη

Πολιτισμικά τοπία και η περίπτωση του Ζαγορίου

Στη Σύμβαση για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (UNESCO, 1972) ζητήματα σχετικά με τα «συνδυαστικά έργα του ανθρώπου και της φύσης» οδήγησαν το 1992 στη θεσμοθέτηση των Πολιτιστικών Τοπίων. Η κατηγορία των πολιτιστικών τοπίων έστρεψε την προσοχή στην αναγνώριση του μη μνημειακού χαρακτήρα της κληρονομιάς, τους δεσμούς μεταξύ της πολιτισμικής και βιολογικής ποικιλότητας και την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και διευκόλυνε την ένταξη τοπίων εκτός Ευρώπης. Το 2023 το πολιτισμικό τοπίο του Ζαγορίου εγγράφηκε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς με κριτήριο τη σημαντικότητά του ως «παράδειγμα παραδοσιακής ανθρώπινης εγκατάστασης, αντιπροσωπευτικής πολιτισμού ή πολιτισμών, ή ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον…» (κριτήριο V). Η πρόταση ένταξης στηρίχθηκε στους τρόπους οικειοποίησης του ορεινού χώρου και πρωτίστως στην προσαρμοσμένη στην ορεινή τοπιογραφία αρχιτεκτονική, την αλληλεπίδραση ανθρώπων-φυσικού περιβάλλοντος που διαμόρφωσε το τοπίο στη σημερινή του μορφή και στο αυστηρό καθεστώς προστασίας που συνέβαλε στη διατήρηση της βιοπολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου. Το πολιτισμικό τοπίο του Ζαγορίου είναι ένα συνεχιζόμενο τοπίο που αλλάζει και εξελίσσεται. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η εγκατάλειψη των παραγωγικών δραστηριοτήτων που διαμόρφωσαν το τοπίο στη σημερινή του μορφή αποτελούν συνιστώσες που αλλάζουν δραματικά τη μορφή του με κύρια επίπτωση τη φυσική αναγέννηση της βλάστησης που μετατρέπει τη μωσαϊκότητα σε ένα «πράσινο συνεχές». Επιπλέον η «έκθεση» και η «ορατότητα» που επιφέρει η αναγνώριση σε συνδυασμό με μια οικονομία που προσανατολίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην τουριστική βιομηχανία και σε μια κοινότητα όπου η νοσταλγία του παρελθόντος πρωταγωνιστεί, θέτουν το πλαίσιο προβληματισμού για τη διαμόρφωση ενός κοινού οράματος για το μέλλον της περιοχής.


Συναρέλλη Αθηνά 

Λύκειον των Ελληνίδων: πολιτισμική ταυτότητα-πολιτιστικό αποτύπωμα, 1911-2024. Η αστική συνθήκη της διεθνούς κι ελληνικής επικαιρότητας που κυοφορεί την ίδρυση του Λυκείου  των Ελληνίδων, μια σταθερή μεταβλητή που χαρακτηρίζει 113 χρόνια αδιάλειπτης δράσης,  πολυεπίπεδης, εστιασμένης σε δύο άξονες, σύμφωνα προς το όραμα της ιδρύτριάς του  Καλλιρρόης Σιγανού-Παρρέν, με στόχευση αφενός «τον μεταξύ των Γυναικών των Γραμμάτων των  Τεχνών και των Επιστημών Σύνδεσμο, προς εξυπηρέτησιν του φύλου των, προς υπεράσπισιν και  προστασίαν αυτών», αφετέρου «προς αναγέννησιν και διατήρησιν των ελληνικών Εθίμων και  Παραδόσεων», σμιλεύει μια ιδιότυπη διττή πολιτισμική ταυτότητα, που ασκεί ηγεμονικό λόγο  «στα πράγματα», άμεσα ή έμμεσα. Το Λύκειον των Ελληνίδων, ως σύνθετος οργανισμός,  εξακτινωμένος σταδιακά σε 56 Παραρτήματα στην Ελλάδα και σε 14 Λύκεια-Γραφεία στο  εξωτερικό, δημιουργεί ένα χνάρι παραγωγής πολιτιστικού αποτυπώματος σε διαρκή  αλληλεπίδραση και «συνομιλία» τόσο με την κεντρική εξουσία όσο και με την εκάστοτε τοπική  κοινωνία. Η κοινωνική κληρονομιά της διοίκησης αποκλειστικά από γυναίκες, ως ορίζεται νομικά  από το καταστατικό του φορέα, διαθλά και διαπραγματεύεται «συνέχειες» και «μεταμορφώσεις»  αναλόγως του συγκείμενου της εποχής, διαμέσου μιας διαλογικής διαδικασίας τόσο στο πλαίσιο  του Λυκειακού «οικοσυστήματος», όσο και στο ευρύτερο πεδίο αλληλεπίδρασης-συνομιλίας με  περισσότερο ή λιγότερο συναφείς πολιτιστικούς φορείς. Η αναθεώρηση του Λυκειακού  «εαυτού», ως συνειδητή συνεπαγωγή της εξέλιξης της επιστήμης και της μεταβολής της  κοινωνίας, διέρχεται συγχρονικά και των δύο πόλων δημόσιας έκφρασης του φορέα, παράδοση γυναικεία θέματα, συνδιαμορφώνοντας λαογραφικό ερευνητικό απόθεμα, καλλιτεχνική  έκφραση, δημόσιες πολιτικές.  


Τόλη Αριστούλα 

Σκηνοθετημένη παράδοση: Δημόσιος λόγος και όψεις της πολιτιστικής κληρονομιάς στην  εκπομπή «Στην υγειά μας». 

Η ανακοίνωση εξετάζει τους τρόπους που αναπαρίσταται και «σκηνοθετείται» η «παράδοση»  στην ψυχαγωγική τηλεοπτική εκπομπή «Στην υγειά μας». Η ανάλυση επικεντρώνεται στον  δημόσιο λόγο που διατυπώνεται γύρω από την πολιτιστική κληρονομιά και τις όψεις του λαϊκού  πολιτισμού που παρουσιάζονται στην οθόνη και συνθέτουν ένα πολιτισμικό τοπίο  διαμεσολαβημένο από τα ΜΜΕ. Μέσα από τις ομιλίες και τον δια-λογο των προσκεκλημένων,  εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτικών, επαγγελματιών μουσικών και καλλιτεχνών  καθώς και εκπροσώπων των πολιτιστικών φορέων και χοροδιδασκάλων, αναδύονται αφηγήσεις  και νοηματοδοτήσεις της παράδοσης που συνδέονται με διάφορες πολιτιστικές πολιτικές,  κοινωνικές και πολιτισμικές ταυτότητες. Έτσι, από τη συνάντηση αυτών των παραγόντων και  διαμέσου της επιτέλεσης (μουσικής – τραγουδιού & χορού) συνδιαμορφώνονται  αναπαραστάσεις της παράδοσης αποδίδοντας νοήματα αυθεντικότητας και τοπικών ή εθνικών  ταυτοτήτων που συχνά αντανακλούν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές δυναμικές.  Μεθοδολογικά η έρευνα βασίζεται στην Κριτική Ανάλυση Λόγου, εξετάζοντας πώς διαπλέκονται  οι αφηγήσεις για την πολιτιστική κληρονομιά και τη διαχείρισή της από τοπικούς και άλλους  φορείς και κατά πόσο αναδεικνύονται καλές πρακτικές γύρω από αυτήν, κυρίως στο αστικό  περιβάλλον. Τέλος, μέσα από την τηλεοπτική αντιπροσώπευση, η παράδοση ως θεματική  αναδεικνύεται σε ένα πεδίο, όπου εκφέρονται – δυνητικά – διάφορα είδη λόγων (discourses),  όπως καλλιτεχνικός, επιστημονικός, πολιτικός, λαϊκός. Η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση  διαφορετικών οπτικών δύνανται να συμβάλλουν σε μια πολύπλευρη κατανόηση του φαινομένου  καθώς και δυναμικής εμπλοκής του κοινού που συμπαρασύρει.  


Τούλη Αναστασία 

Θέματα πολιτιστικής διαχείρισης στην Εφημερίδα Τα Νέα των Κατσανοχωρίων από το 1988 έως σήμερα.

Η εφημερίδα «Τα Νέα των Κατσανοχωρίων» εκδίδεται από τον Σύλλογο Κατσάνων Ιωαννίνων  (χρον. ίδρυσης 1968) ανελλιπώς από το 1988, έχοντας φτάσει στο 127ο φύλλο σήμερα. 

Η εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται το 1988, μια εποχή που στην περιοχή των Κατσανοχωρίων  ιδρύονταν και δραστηριοποιούνταν πολιτιστικοί σύλλογοι κάθε χωριού χωριστά. Ζητούμενο ήταν  η σύνδεση και συνεργασία των συλλόγων, η αποφυγή της εσωστρέφειας και η διαφύλαξη της  πολισμικής κληρονομιάς της περιοχής των Κατσανοχωρίων, 

Στην πορεία των χρόνων παρατηρούμε διαφοροποιήσεις στη θεματολογία της εφημερίδας :  κοινωνικά γεγονότα στις τοπικές κοινότητες, λαογραφικά στοιχεία της περιοχής, ζητήματα  τοπικής αυτοδιοίκησης. 

Στην παρούσα εισήγηση θα παρακολουθήσουμε, βασισμένοι στο αρχείο της εφημερίδας, την  εξέλιξη στο χρόνο των ενδιαφερόντων που απασχολούν την εφημερίδα και θα εξετάσουμε τους  τρόπους με τους οποίους αυτή συνδιαλέγεται με τις τοπικές κοινότητες ως όργανο του Συλλόγου  Κατσάνων Ιωαννίνων, όπως επίσης, και τη συμβολή στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης των  ανθρώπων που κατάγονται και/ή ζουν στην περιοχή των Κατσανοχωρίων.  


Τσιμπιρίδου Φ., Καταϊφτσής Δ. 

Δημόσια Ανθρωπολογία και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στην επαρχία της  Δράμας. Συνεργασίες, προκλήσεις και πρακτικές για νέες οικολογίες γνώσεων  «Εμείς, και κανένας να μην ερχότανε να μας δει, πάλι θα τα κάναμε, για τον εαυτό μας» (νεαρός  Καλοβρυσιώτης για το δρώμενο των Μπαμπούγερων). 

Η ένταξη στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco μιας σειράς λαϊκών  δρώμενων ανά την επικράτεια, μετά τη διακήρυξη του 2003, ανοίγει ένα καινούριο πεδίο  διαλόγου γύρω από το τι συνιστά πολιτισμική κληρονομιά (cultural heritage) και πως γίνεται η  διαχείρισή της ως «τοπικού πολιτιστικού προϊόντος». Σε αυτή τη νέα συνθήκη παρατηρείται  αρχικά μια μετατόπιση της ακαδημαϊκής συζήτησης από τα «μνημεία του λόγου της παράδοσης»  στο περιεχόμενο και τις προδιαγραφές μιας «άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς». Ο  πολλαπλασιασμός των σχετικών πρακτικών στο βορειοελλαδικό κυρίως τοπίο της μεθορίου, στη  μετά την πανδημία εποχή και στη συνεχή οικονομική κρίση στη χώρα που οδηγεί στην  ερημοποίηση της περιοχής, μας καλούν να εξετάσουμε το φαινόμενο και με πολιτικούς όρους:  τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά ενός «υπονομευτικού αρχαϊσμού» (βλ. Herzfeld 2024),  ενδεχόμενα όμως και ως είδος πολιτικών αντίστασης με τα όπλα των αδυνάτων, αυτών που ως  υπεξούσιων υποκειμένων δεν μπορούν να μιλήσουν λογοθετικά. Με δεδομένο ότι αυτές και  πολλές άλλες επιτελεστικές πρακτικές βασίζονται, όχι παράδοξα, σε πολλές υλικότητες χώρων και  σωμάτων, το ερευνητικό πρότζεκτ του Εργαστηρίου/Πολιτισμός-Σύνορα-Φύλο, το οποίο ξεκίνησε  ον Δεκέμβριο του 2023 με την υπογραφή μνημονίου, ως άσκηση πεδίου μετά από πρόσκληση για  συνεργασία με το Μορφωτικό-Πολιτιστικό Σύλλογο Καλαμπακίου/Δράμας (βλ. cbg-lab.uom.gr),  εστιάζει σε αυτές προκειμένου να αναδείξει είδη λόγων, τεχνικών, αισθητικών/αισθητηριακών  αντιλήψεων και πρακτικών που παράγουν οικολογίες γνώσεων γύρω από την πολιτισμική  κληρονομιά ευρύτερα και όχι στενά ως «άυλη». Σε αυτό το πνεύμα αναζητούμε ίχνη,  απομεινάρια, τραύματα και συμμορφώσεις που αφήνει ο εθνικός παιδαγωγικός λόγος 100  χρόνων, και επιχειρούμε να αναδείξουμε τις σημασίες των εμπειριών οικειότητας από τα  κάτω/μέσα/μαζί με τους πρωταγωνιστές, γύρω από το πώς επιτελείται και βιώνεται το  πολιτισμικά κληροδοτημένο απόθεμα του παρελθόντος, ενώ παράλληλα συγκροτούνται επί  αυτού και παγκοσμιοτοπικά τα έμφυλα υποκείμενα του παρόντος. 

Αντλώντας από αυτό το εγχείρημα δημόσιας ανθρωπολογίας, η παρουσίαση από τα 2 μέλη της  μικτής ομάδας ερευνητικής άσκησης πεδίου βασίζεται σε σημειώσεις και συμβάντα από το πεδίο,  σε διαλόγους με ανθρώπους της κοινότητας και σε αναστοχασμούς εντός/εκτός.


Χάρη Χαρίκλεια  

Διερεύνηση Καλών Πρακτικών Συμμετοχικής Διαχείρισης για την Διαφύλαξη και την Ανάδειξη  της Πολιτιστικής και Περιβαλλοντικής Κληρονομιάς. 

Οι Μικρογεωγραφίες είναι ένας μη κερδοσκοπικός φορέας για το περιβάλλον και τον πολιτισμό,  το έργο του οποίου βασίζεται στην διεπιστημονική και διαγενεακή συμμετοχική αφήγηση τόπων  και των ιστοριών τους σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Οι δράσεις των  Μικρογεωγραφιών, που υλοποιούνται μέσα από προγράμματα όπως το πολιτιστικό πρόγραμμα  “4+1 Δράσεις για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, το Πολιτισμικό Τοπίο και το Περιβάλλον της  Σκύρου” ή το έργο “Ο Ιλισσός ως Δρόμος”, αποτελούν ένα μέσο έκφρασης της συλλογικής  συνείδησης και διατήρησης της τοπικής συνέχειας μέσα από την αναβίωση κοινών ιστοριών και  πολιτιστικών πρακτικών. Συντελεί στην αναπαραγωγή της τοπικής γνώσης και αποτελεί το χώρο  και χρόνο όπου η ιστορία, η παράδοση και οι κοινωνικές δομές που κάνουν έναν τόπο να  ξεχωρίζει αναλύονται, και επανεξετάζονται.  

Η ενεργοποίηση και η άμεση συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του τοπικού  πληθυσμού είναι στο επίκεντρο του σχεδιασμού των δράσεων. Οι δράσεις βασίζονται στη  συμμετοχική δράση και την συνεργασία με τους κατοίκους και τους τοπικούς εμπλεκόμενους  φορείς (stakeholders). Οι Μικρογεωγραφίες εργάζονται συστηματικά πάνω διερεύνηση  πρακτικών και τρόπων συμμετοχικής συνδιαχείρισης, που συμβάλλουν στην καλλιέργεια μιας  ολιστικής αντίληψης για τον πολιτισμό, την διαφύλαξη και την ανάδειξη της πολιτιστικής και περιβαλλοντικής κληρονομιάς. Στην προτεινόμενη ανακοίνωση, οι Μικρογεωγραφίες θα  παρουσιάσουν παραδείγματα από τις σχετικές δράσεις τους.  


Χουλιάρας Σπύρος 

Δημόσιες πολιτικές διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς και μνήμης των αλυκών  Μεσολογγίου. 

Η μνήμη και συνακόλουθα η κληρονομιά των αλυκών Μεσολογγίου φαίνεται ότι τα τελευταία  χρόνια αναδεικνύονται με διάφορους τρόπους στη δημόσια σφαίρα. Μέχρι πρόσφατα  «επισκιάζονταν» από την κυρίαρχη μνήμη και κληρονομιά που ταυτίζονται γενικά με το ιστορικό  παρελθόν της πόλης και ιδιαίτερα με το ιστορικό γεγονός της «Εξόδου». Εξάλλου, αυτή η  τελευταία ιστορική μνήμη και κληρονομιά, όπως και η αντίστοιχη πολιτιστική ταυτότητα,  αποτελούν θα λέγαμε ένα συμβολικό κεφάλαιο για τους Μεσολογγίτες που τους προσφέρει ένα  παροντικό αίσθημα υπερηφάνειας. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό γίνονται προσπάθειες να  αναδειχθούν κι άλλες, «αγνοημένες», «παραμελημένες» ή «ανεπίσημες» κατά τα άλλα, μνήμες,  κληρονομιές και ταυτότητες που σχετίζονται με την πόλη και τους ανθρώπους του Μεσολογγίου,  όπως είναι αυτές που αναφέρονται στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και ειδικά στις αλυκές  της πόλης.  

Στην παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί να αναδειχθούν, με διάφορους τρόπους, αυτές οι  μνήμες, κληρονομιές και ταυτότητες. Εξάλλου, η προσέγγιση των αλυκών ως πολιτιστικά τοπία  επιτρέπει να αναδειχθούν οι πολλαπλές αξίες του τοπίου σε μια κομβική στιγμή μάλιστα που  τοπικές μνήμες και κληρονομιές ενεργοποιούνται και αναδεικνύονται μέσα από δημόσιες  πολιτικές διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Αυτές σχεδιάζονται και υλοποιούνται από  τους επίσημους φορείς και κυρίως από τις ίδιες τις κοινότητες αυτής της κληρονομιάς. Στην  εισήγηση αυτή, επίσης, θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με την ανάδειξη της σχέσης μνήμης,  κληρονομιάς και μουσείων (Μουσείο Άλατος), με σκοπό να κατανοήσουμε τις διαδικασίες και  τους τρόπους ανάδειξης μνημών και ταυτοτήτων στη δημόσια σφαίρα, καθώς και διαφύλαξης  της πολιτισμικής κληρονομιάς από τις τοπικές κοινωνίες. Τέλος, θα σταθούμε κριτικά στο κατά  πόσο αυτές οι διαδικασίες αποτελούν καλές πρακτικές διαχείρισης της εν λόγω κληρονομιάς.